Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ




Ήταν κάποτε σε ένα πλούσιο μέρος ένας Κύριος, ένας μεγάλος Άρχοντας, που διαφέντευε ένα τεράστιο σπίτι με κήπους, κτήματα που απέδιδαν τεράστιες σοδειές, ζώα, αλλά και δάση που μπορούσε να κυνηγάει κανείς. Ένας ονειρεμένος τόπος που στον καθέναν θα άρεσε να ζει.
Ο Κύριος όμως ήθελε κάτι παραπάνω από τη ζωή του για να είναι ευτυχισμένος. Ήθελε να μην περιορίζεται στην ασφαλή, άνετη μα και βαρετή ζωή του. Ήθελε να πετάξει σαν πουλί, και να γνωρίσει όλο τον κόσμο, να δει τα όρια του κόσμου, μα και τα δικά του τα προσωπικά όρια. Ήξερε ότι η σοφία κρύβεται στην εμπειρία, και κάτι μέσα του τον τραβούσε σαν ένας μαγικός μαγνήτης προς το άγνωστο.

Αποφάσισε να φύγει λοιπόν, για το μεγάλο ταξίδι. Άφησε την διαχείριση στον πιο πιστό του συνεργάτη, τον οικονόμο του. Έναν υπάλληλο που τον είχε υπηρετήσει πιστά τόσα χρόνια. Ντυμένος με τα πολυτελή του ρούχα, το σκήπτρο του, το τουρμπάνι του το στολισμένο με το πολύτιμο ζαφείρι, το τόσο ταιριαστό με τα γαλάζια μάτια του, περιποιημένος με το άψογο γενάκι του, και τους τόσο λεπτούς του τρόπους, ξεκίνησε για μακριά.    

Ταξίδεψε λοιπόν στη γειτονική χώρα, έβλεπε τα αξιοθέατα, αυτά που λέγαν οι άλλοι άνθρωποι ότι άξιζε να δει, και σαν ένας διακεκριμένος επισκέπτης, σαν ένας ξεχωριστός τουρίστας, ο περιηγητής μας ταξίδευε σε όλο και πιο μακρινά μέρη. Κουραζόταν από αυτό το ταξίδι, γνώριζε τους πιο σημαντικούς ανθρώπους, έβλεπε διαφορετικά μνημεία και πολιτισμούς. Αλλά κάτι έλειπε. 

Αισθανόταν μέσα του την ίδια βαρεμάρα που ένιωθε και στο σπίτι του, και αναρωτήθηκε «Άραγε για ποιο λόγο ζω; Για ποιο λόγο ξεκίνησα αυτό το μακρινό ταξίδι, αν δεν μπορώ να βρω την αλήθεια, κάτι που πραγματικά να κάνει την καρδιά μου να αισθάνεται, ή μήπως ο κόσμος και η ίδια η ζωή είναι απλά ένα βαρετό πράγμα;»

Την επόμενη μέρα έφτασε σε μία μακρινή, μα και την πιο μεγάλη πόλη του κόσμου: την Μάγια. Ήταν μία πολύ επικίνδυνη πολιτεία, και αισθάνθηκε ένα ρίγος στην καρδιά του διαβαίνοντας τις πύλες της, σαν να τον άγγιξε λες ο ίδιος ο θάνατος με το παγωμένο χέρι του. Μαζί με τον φόβο, αισθάνθηκε και μία έξαψη άγνωστη μέχρι τώρα που έκανε την καρδιά του να πάλλεται.

Αυτή τη φορά δεν κατευθύνθηκε στο Δημαρχείο, στις καλές συνοικίες, αλλά ένιωσε μία ακατανίκητη έλξη προς τα σπίτια από λάσπη, που κατοικούσαν άνθρωποι με μίσος στις καρδιές τους. Για πρώτη φορά αισθανόταν ότι πλησιάζει στον προορισμό του και προχωρούσε, αν και έβλεπε ένα ολόκληρο πλήθος να τον κοιτάζει σαν εισβολέα.

Και σε μια στιγμή, ολόκληρο το πλήθος βρέθηκε να ορμάει πάνω του με λύσσα, να του αφαιρούν κάθε τι πολύτιμο, να τον χτυπάνε με μίσος αδυσώπητο, να του ξεσκίζουν τα ρούχα, και να τον αφήνουν μισοπεθαμένο, μέσα στις λάσπες. Ο Κύριος έμεινε έτσι, ώσπου το βράδυ άνοιξε τα μάτια του. Βογγώντας, σέρνοντας το σώμα του, έφυγε. Πήγε προς την πλούσια συνοικία να βρεί καταφύγιο, ώσπου έφτασε σε ένα πλούσιο σπίτι. Πήγε να μπεί, αλλά ο φύλακας τον κοίταξε με αγανάκτηση, έβγαλε το ραβδί του με νόημα, και ο Κύριος κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει. Περίμενε ωστόσο απέναντι να έρθει ο κύριος του σπιτιού, και μόλις περνούσε από μπροστά του προσπάθησε να του μιλήσει. Ο κύριος του σπιτιού όμως, με αποστροφή γύρισε το βλέμμα του αλλού. Ο Κύριος μας ήταν πια ένας άνθρωπος αγνώριστος, βρώμικος και πληγωμένος. Ήταν ένας άνθρωπος από λάσπη.

Για να μπορέσει να επιζήσει ο Κύριος περιπλανιόταν στα πέρατα του κόσμου, έτρωγε ότι έβρισκε, ή ότι του δίναν οι λιγοστοί φιλάνθρωποι. Ήταν πια ένας ρακένδυτος και άθλιος ζητιάνος με μακριά μαλλιά και γένεια. Πέρασαν έτσι οι μήνες και τα χρόνια. Τα πιο δύσκολα χρόνια.

Μια φορά το φέρνει η μοίρα ο Κύριος μέσα στην περιπλάνησή του, να ξαναφτάσει στο σπίτι του. Κανείς όμως δεν τον γνώρισε. Στα χωράφια επικρατούσε η βία στους απλούς ανθρώπους, όλα ήταν γκρίζα και λυπημένα. Ο οικονόμος του είχε μετατραπεί σε τύρρανο που γλεντοκοπούσε κάθε μέρα, και τον Κύριο μας πια, τον έδιωξαν με τις πέτρες τα παιδιά των υπηρετών, όπως έκαναν σε κάθε ζητιάνο.

Ο Κύριος μας πια κατάλαβε ότι έφτασε το τέλος του. Χώθηκε στο γνωστό του δάσος και με δάκρυα στα μάτια ζήτησε αυτή η παγωμένη νύχτα να είναι η τελευταία του. Μέσα στη νύχτα αισθάνθηκε μία Παρουσία να έρχεται στο όνειρο του, ήταν άραγε ο Άγγελος του θανάτου;

Και τον πλημμύρισε το φως. Μέσα στο φως αντίκρυσε τον πατέρα του, που με άπειρη καλοσύνη του είπε: «Έφυγες ανόητος και επέστρεψες σοφός. Έκανες το ταξίδι που η ψυχή σου ήθελε να πραγματοποιήσει, και τώρα επέστρεψες ξανά στο σπίτι σου. Ακολούθησε το αρχαίο μονοπάτι, βρες την σπηλιά που πηγαίναμε μαζί, τότε που ήσουν παιδί. Εκεί ξέρεις τι να κάνεις.»

Ο Κύριος σηκώθηκε αμέσως μες τη νύχτα, και με ακατανίκητη δύναμη προχώρησε. Τα ίδια τα αγρίμια λούφαξαν, αποφεύγοντας τον. Στο πιο βαθύ μέρος της σπηλιάς, κάτω από μία πέτρα, θυμήθηκε ότι ο πατέρας του έκρυβε κάτι. Εκεί βρήκε μία μεγαλοπρεπή φορεσιά, ένα τουρμπάνι με ζαφείρι, το σκήπτρο του. Με ένα ψαλίδι περιποιήθηκε τα μαλλιά και τα γένεια του. Πλύθηκε στο κρύο νερό. Και φόρεσε ξανά τα ρούχα που του αρμόζανε.

Επέστρεφε στο σπίτι του πια, και οι παλιοί χωρικοί τον αναγνώρισαν. Ήξεραν ότι λυτρώθηκαν πια. Τα σκυλιά κουνούσαν χαρούμενα τις ουρές τους. Οι υπηρέτες υποκλίθηκαν με σεβασμό στο πέρασμά του, και ο οικονόμος με σκυμμένο κεφάλι είπε στη γυναίκα του: «Ήρθε η ώρα να πληρώσουμε τις ανομίες μας. Ο Κύριος επέστρεψε.»     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου