Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ





Χρόνια πριν ζούσε στη Αγγλία ένα πολύ φτωχό ζευγά­ρι, που είχε μονάχα μία αγελάδα. Με πολλές στερήσεις, συντηρούνταν από το γάλα και τα μοσχαράκια της. Κάποτε λοιπόν, την παραμονή των Χριστουγέννων, η αγελάδα όντας και σε εγκυμοσύνη πέθα­νε. Ο άντρας, που είχε μονάχα 3 πένες, που δεν αρκούσαν για να αγοράσει ούτε τρόφιμα για το γεύμα των Χριστουγέννων, πήγε να ζητήσει τη βοήθεια του εφημέριου του χωριού. Αυτός του είπε: «Όταν ο θεός κλείνει μια πόρτα, ανοίγει ένα παράθυρο. Εγώ και η εκκλησία είμαστε φτωχοί για να σε βοηθήσουμε, αλλά καθώς την ημέρα των Χριστουγέννων συμβαίνουν θαύματα, κάτι μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή για πάντα. Πήγαινε στο παζάρι και αγόρασε το πρώτο πράγμα που θα σου προσφέρουν.» Παρόλο που δεν ήταν σίγουρος ότι αυτή ή­ταν η καλύτερη λύση, ο άντρας πήγε στο παζάρι. Ένας έμπορος τον είδε να τριγυρίζει εδώ κι εκεί και τον ρώτησε τι έψαχνε.


«Δεν ξέρω. Έχω ελάχιστα χρήματα και ο ιερέας μου είπε να αγοράσω το πρώτο πράγμα που θα μου προσφέρουν». Ο έμπορος ήταν ζάπλουτος, παραδόπιστος και ποτέ δεν άφηνε ευκαιρία για κέρδος να πάει χαμένη. Πήρε αμέσως τα χρήματα, έγραψε κάτι βιαστικά σε ένα χαρτί και το έδωσε στον άντρα. «Ο ιερέας έχει δίκιο! Καθώς ήσουν πάντα καλός άνθρωπος, σου πουλάω τη θέση μου στον Παράδεισο, σήμερα, αυτή τη γιορτινή μέρα! Να, ορίστε και το συμβόλαιο!» Ο άντρας πήρε το χαρτί και απομακρύνθηκε, ενώ ο έμπορος ήταν γεμάτος περηφάνια που είχε πετύχει άλλη μία καλή εμπορική συναλλαγή.

Ο ίδιος ήταν ένας άνθρωπος που δεν πίστευε στο Θεό, πίστευε ότι όλα αυτά ήταν βλακείες για να πιστεύουν οι αφελείς, δεν υπήρχε παράδεισος για αυτόν πάρα μόνο ότι φάμε και ότι πιούμε και γελούσε με τον αφελή χωρικό που του πούλησε κάτι που δεν υπάρχει. Το βράδυ στο σπίτι του έφαγε ένα λουκούλειο γεύμα και με έπαρση διηγήθηκε το πώς πούλησε σε πολύ καλή τιμή κάτι που δεν υπάρχει. Στο τέλος, αφού είχε πιει και κάτι παραπάνω, είπε: Δεν υπάρχει Θεός ούτε Άγγελοι στη Γη, αν υπάρχετε ελάτε να με πάρετε, ειδάλλως αφήστε με ήσυχο, το χρήμα που έχω κυβερνάει τα πάντα.

Το βράδυ στο όνειρό του, εμφανίστηκε ένα φωτεινό ον, ένας Άγγελος. Ήταν ένα τόσο μεγαλόπρεπο, υπέροχο και δυνατό ον που ο έμπορος άρχισε να τρέμει μπροστά του. «Φίλε μου, ακούσαμε τη φωνή σου και ήρθαμε να σε πάρουμε πριν την ώρα σου για το τελευταίο σου ταξίδι.» είπε ο Άγγελος. Με τρόμο ο έμπορος κλαψουρίζοντας τον παρακάλεσε: Μη κύριε άγγελε, δεν εννοούσα αυτά που είπα. Πιστεύω σε εσάς, το κρασί με έκανε να παραμιλάω. Μη με πάρετε ακόμα. Μετάνιωσα. «Εντάξει φίλε μου, σε περίπτωση όμως που άλλα λες τώρα και άλλα κάνεις όταν ξυπνήσεις, δες προσεκτικά το όνειρο που θα ακολουθήσει»

Στη συνέχεια του όνειρου ο έμπορος είδε ότι σε μία υπηρέτρια χύθηκε ο καφές και η ώρα στο ρολόι του τοίχου χτυπούσε 9. Στη συνέχεια είδε έναν ζητιάνο με ένα μάτι να του ζητάει ελεημοσύνη, αυτός να τον κλωτσάει και είδε στο χέρι του ότι η ώρα ήταν 10.  Μία γκρίζα πεταλούδα ήταν στο καπέλο του και την έδιωξε, κοίταξε τότε το καμπαναριό και η ώρα ήταν 11. Τέλος, κάπως βρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι, δίπλα σε ένα νεκροταφείο, είδε ξανά τον άγγελο, ένιωσε τη καρδιά του να πονάει, να πέφτει χάμω, να μαζεύεται κόσμος, να πεθαίνει. Το τελευταίο που άκουσε ήταν «πάει το παλιόσκυλο» και από μακριά το ρολόι της εκκλησίας να χτυπάει 12 φορές.    

Τότε ξύπνησε. Είδε ότι ήταν ζωντανός, ότι όλα ήταν εντάξει. Αλλά τι παράξενο όνειρο ήταν αυτό. Η ζωή συνεχίζεται, σκέφτηκε. Δεν θα μου αλλάξει ένα όνειρο τη διάθεση. Να, τίποτα δεν είναι διαφορετικό, σήμερα θα πάω να επιθεωρήσω το κατάστημά μου, να δω τι εισπράξεις κάναμε. Την ώρα που έπαιρνε πρωινό άρχισε το ρολόι του τοίχου να χτυπάει 9, την προσοχή του τράβηξε ένα επεισόδιο με μία υπηρέτρια που της χύθηκε ο καφές. Τι παράξενο! Ήταν ακριβώς η ίδια εικόνα που είχε ονειρευτεί.

Παραξενεμένος βγήκε στην πόλη και κατευθύνθηκε για το κατάστημά του. Κοίταξε ολόγυρά του τη γνωστή του πόλη, τις καμινάδες που καπνίζανε, τα όμορφα αρχοντικά. Ένιωσε κάτι να του ακουμπάει το πόδι, κοίταξε κάτω και με σιχασιά αντίκρυσε έναν άθλιο ζητιάνο να του ακουμπάει το παπούτσι, και να του ζητάει ελεημοσύνη. «Ουστ κοπρίτη», φώναξε κλωτσώντας τον. Η σκηνή αυτή του ήταν οικεία. Κοίταξε το ρολόι του. Έδειχνε ακριβώς 10. Έριξε μία πένα στο ζητιάνο που έκλαιγε. Κοίταξε με προσοχή το πρόσωπό του. Ναι, είχε ξαναδεί αυτόν τον μονόφθαλμο ζητιάνο.

Επιτάχυνε το βήμα του μπαίνοντας στην γνώριμη οδό που ήταν το κατάστημά του. Είχε το πιο μεγάλο και πολυτελές κατάστημα από όπου ψωνίζανε τώρα όλοι οι πελάτες. Η αφρόκρεμα της πόλης. Με υπόκλιση τον χαιρέτησε ο Διευθυντής του καταστήματος. Αξιότιμε κύριε η δουλειά πάει πολύ καλά, ήταν έξοχη η ιδέα σας να ανοίξουμε και Χριστούγεννα. Να, δείτε πόσο καλά πήγαν οι εισπράξεις, του είπε, δείχνοντάς του ένα κασελάκι με χρυσά νομίσματα.

«Κύριε Διευθυντά, πρέπει αμέσως να κλείσετε το κατάστημα. Σήμερα δεν κάνει να δουλεύουμε, είναι Χριστούγεννα.» Αποσβολωμένοι τον κοίταξαν Διευθυντής και προσωπικό. «Ναι, σοβαρολογώ. Κλείστε αμέσως, πηγαίνετε στις οικογένειές σας. Για το χρήμα δεν χρειάζεται να θυσιαζόμαστε πια. Α! Πάρτε ο καθένας από ένα χρυσό νόμισμα, και πάρτε ρεπό μετ’ αποδοχών για μία εβδομάδα, βάλτε ταμπελάκι ότι ανοίγουμε μετά την Πρωτοχρονιά, Καλά Χριστούγεννα!»

Με έξαψη πήρε το κασελάκι με τις εισπράξεις. Παρατήρησε μία παράξενη γκρίζα πεταλούδα να έχει καθήσει στο καπέλο του. Με μαλακό τρόπο έδιωξε τη γνωστή του πεταλούδα. Από την ανοιχτή πόρτα είδε στο καμπαναριό ότι η ώρα ήταν 11. Βγήκε στο δρόμο τρέχοντας πια, και γνωρίζοντας ότι πρέπει να αντιμετωπίσει το πεπρωμένο του, πήγε κοντά στην αγορά, στο σπίτι του φτωχού ζευγαριού.

Εκεί σε ένα άθλιο δωματιάκι, καθόταν βουβό το ζευγάρι. Δεν είχε τίποτα να φάει. Ο άντρας και η γυναίκα κοίταζαν θλιμμένοι το άδειο τραπέζι. Ήταν απελπισμένοι και φτωχοί, ιδιαίτερα αυτή τη μέρα που είχε γεννηθεί η ελπίδα στον κόσμο, μέσα από τον μικρό Χριστούλη. Στο τραπέζι υπήρχε μόνο το συμβόλαιο.

Καλά Χριστούγεννα φίλοι μου, μπήκε φουριόζος ο έμπορος. Δεν χρειάζεται να καθίσω. Να, ήρθα να πάρω πίσω αυτό το συμβόλαιο. Δεν έπρεπε καθόλου να σου το γράψω. Δεν ήταν σωστό από μέρους μου. Θα μου το δώσεις;

-Όπως επιθυμείτε κύριε. Εμείς με τη γυναίκα μου καταλάβαμε ότι δεν συμβαίνουν θαύματα, ότι κανένας άγγελος δεν θα μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε την άθλια κατάσταση που βρισκόμαστε. Βεβαίως να το πάρετε πίσω το συμβόλαιό σας. Με τις 3 πένες που θα μας επιστρέψετε μπορεί να πάρουμε λίγο ψωμάκι για να μην πεθάνουμε σήμερα.

-Τι αηδίες είναι αυτές; Εσείς μου δίνετε ξανά τον παράδεισο και εγώ θα σας δώσω 3 τιποτένιες πένες; Όχι φίλε μου, θα πάρετε αυτό το κασελάκι με τις χρυσές λίρες, θα είναι πάνω από 100. Θα μπορέσετε να ζήσετε πλούσια τώρα. Βεβαίως και θα το πάρετε. Επιμένω! Γειά σας. Καλά Χριστούγεννα!

Ο έμπορος βγαίνοντας από το σπιτάκι, έσκισε σε μικρά κομματάκια το συμβόλαιο. Ήσυχος πια επέστρεφε προς την πόλη. Η μοίρα τον έφερε κοντά σε ένα νεκροταφείο. Εκεί ήξερε ότι τον περιμένει το τέλος του. Τι κρίμα που έζησε μια ζωή, αποθησαυρίζοντας χρήμα, περιουσία, μαγαζιά, ακίνητα. Τι κρίμα που είχε κάνει από μικρός την καρδιά του πέτρα, και ποτέ δεν άφηνε τη φωνή της ψυχής του να μιλήσει. Τι κρίμα που φέρθηκε με τόση αδικία στους ανθρώπους…

Έφτασε στο γνωστό σταυροδρόμι που ονειρεύτηκε χθες, δίπλα του το νεκροταφείο. Συνέχισε να περπατάει, αλλά πιο αργά. Σήκωσε το βλέμμα του και μέσα στο νεκροταφείο είδε το άγαλμα ενός αγγέλου. Ήταν ο ίδιος ο άγγελος με το όνειρό του. Συνέχισε να περπατάει ενώ το ρολόι της εκκλησίας χτυπούσε 12 φορές. Παράξενο. Ήταν ακόμα ζωντανός. Το άγαλμα του άγγελου του φάνηκε σαν να του χαμογέλασε, καθώς έφυγε από το σταυροδρόμι και συνέχισε να περπατάει προς μία ζωή που είχε πάντοτε για αυτόν αλλάξει.     





Βασισμένο σε μία ιστορία του Χόρχε Μπουκάι.    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου