Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

ΤΟ ΣΙΩΠΗΛΟ ΣΥΝΝΕΦΟ



Μια φορά και έναν καιρό, στη μακρινή Κίνα, ένα κορίτσι γεννήθηκε σε μία φτωχή οικογένεια. Ήταν ολοφάνερο διαφορετική, απόμακρη. Δεν μπορούσε να μάθει τη γλώσσα, δεν μπορούσε να βοηθήσει στις δουλειές του σπιτιού. Την έβλεπαν να κάθεται στη Φύση και να κλαίει συνεχώς, την έβλεπαν να ξεπορτίζει το βράδυ από το σπίτι και να βλέπει τα αστέρια, ξαπλωμένη στα χωράφια. Σιωπηλό Σύννεφο ήταν το όνομά της.

Δεν είχε καμμία κακία μέσα της, δεν κράταγε τίποτα για τον εαυτό της. Όσο μεγάλωνε, η οικογένειά της και όλο το χωριό την αποδέχτηκε, ως την τρελή του χωριού, ένα χαζό, που δεν καταλάβαινε τι του έλεγες, και μόνο σε κοίταζε στα μάτια. Ο τρόπος ωστόσο που σε κοίταζε στα μάτια ήταν μοναδικός. Ήταν σα να σου έλεγε ότι σε αγαπάει, όποιος και αν είσαι, ότι και αν έχεις κάνει, ήταν σαν να αναγνώριζε το φως που βγαίνει από κάθε Ψυχή, και φαίνεται μόνο στα μάτια του ανθρώπου. Αισθανόσουν έτσι διαφορετικά, ξαλάφρωνες, δεν χρειαζόσουν πια να χρησιμοποιείς τους παράξενους κώδικες επικοινωνίας, για να κρύψεις αυτό που είσαι, και να φανείς αρεστός προς τους άλλους, αλλά και αδιάφορος για σένα.
     
Έτσι, ήταν μία ευχάριστη παρέα για τον κάθε έναν στο χωριό: Για τον βοσκό, που τριγύρναγε στους λόγγους με τα ζώα, για τον γεωργό που με αγωνία έσπερνε το χωράφι του, για τον ξυλοκόπο, που σε άγρια μέρη κουβαλούσε τα ξύλα με τα μουλάρια του. Κάθε ένας χαιρόταν με έναν παράξενο τρόπο, όταν ερχόταν το Σιωπηλό Σύννεφο για παρέα του. Μπορεί να μην μπορούσε να του μιλήσει, μπορεί να μην καταλάβαινε τι έλεγε σε αυτό το χαζό κορίτσι, ένιωθε όμως καλά, σαν να είχε εξομολογηθεί τα πιο βαριά του κρίματα, και τι παράξενο: Πάντα έφερνε μία καλοτυχία μαζί του το Σιωπηλό Σύννεφο. Ο βοσκός δεν έχανε τα γίδια του, του γεωργού του φύτρωναν όλα τα σπαρτά, ο ξυλοκόπος έκανε πιο ξεκούραστη τη δουλειά του.

Κάποτε, η οικογένεια του κοριτσιού, ανακάλυψε ότι το Σιωπηλό Σύννεφο ήταν έγκυος. Για εκείνη την εποχή, ήταν μεγάλη ντροπή για την οικογένεια να έχεις έγκυο ένα ανύπαντρο κορίτσι. Ο πατέρας έξω φρενών, άρχισε να τη χτυπάει δυνατά με ένα ξύλο: «Ξεδιάντροπη! Ποιος ξέρει με ποιον πήγες εκεί που γυρίζεις. Έξω από δω! Να μην ξαναγυρίσεις πίσω, άχρηστη. Να πας να πεθάνεις!» Με αυτά τα λόγια, ξυλοφορτώνοντας την, την έδιωξε μακριά από το χωριό. Το Σιωπηλό Σύννεφο, κλαίγοντας, πήγε στο μόνο μέρος που θα ήθελε να πάει για να πεθάνει: Ίσια στο μεγάλο, σκοτεινό Δάσος. Τα αγρίμια ακούγονταν μέσα στη νύχτα, καθώς το κορίτσι παραπατώντας προχωρούσε ίσια στη καρδιά του μεγάλου Δάσους, χωρίς να ακολουθεί μονοπάτι, χωρίς να έχει προσανατολισμό, χωρίς να έχει ελπίδα.

Έγειρε δίπλα από μία τεράστια βελανιδιά, και περίμενε εκεί ανίκανη να κουνηθεί πια. Ξαφνικά, από την είσοδο μιας σπηλιάς, που δεν είχε προσέξει, βγήκε μία γριά, αναμαλλιασμένη, ρακένδυτη, μα με καθαρά μάτια που λάμπαν από καλοσύνη. «Καλώς ήρθες, Κόρη μου!», είπε η γριά. - «Καλώς σε βρήκα, Μάνα». Ήταν οι πρώτες λέξεις που πρόφερε το Σιωπηλό Σύννεφο στη ζωή της. Η γριά την βοήθησε να μπει μέσα στη σπηλιά και κάπου μέσα την περίμενε ένα ζεστό στρώμα από άχυρα και μία πλούσια γούνα στο τοίχο της σπηλιάς, γύρω από το στρώμα. Αποκαμωμένη αλλά και ασφαλής κοιμήθηκε στη ζεστασιά.

Το επόμενο πρωινό ξύπνησε χαρούμενη, από τα φωτεινά όνειρα που βίωσε η ψυχή της. Αντίκρυσε δύο χαρούμενες ματάρες του πάντα, της αρκούδας που την κράταγε ζεστή με τη χοντρή γούνα του. Το Σιωπηλό Σύννεφο χάιδεψε στο κεφάλι την αρκούδα, και το πάντα σε απάντηση τη χάιδεψε με τη μουσούδα του. Ένα πρωινό με καρπούς και μανιτάρια του δάσους την περίμενε. Η γριά χαμογελαστή της είπε: «Σιωπηλό Σύννεφο, εδώ θα είναι πια το σπίτι σου. Εγώ βαρέθηκα πια να είμαι το πνεύμα του Δάσους για τόσους αιώνες και αιώνες, είναι η δική σου σειρά. Ήταν αναγκαίο να γεννηθείς σαν άνθρωπος. Δυστυχώς βίωσες την σκληρότητα από τους ανθρώπους που ξεχάσαν ότι είναι οι φύλακες της Μητέρας Γης και μετατραπήκαν στους καταστροφείς της. Θα σε βοηθήσω να θυμηθείς όλες σου τις ικανότητες. Θα γνωρίζεις όλες τις ιδιότητες των φυτών, θα μιλάς σε όλα τα ζώα και αυτά θα σε υπακούν, θα αλλάζεις τον καιρό, αν το επιθυμείς. Θα μπορείς να σηκώνεσαι στον αέρα και να ταξιδεύεις χωρίς να σε βλέπει κανείς, γινόμενη ένα με τον άνεμο.»

«Μα το κυριότερο, θα ανοίξεις τη πόρτα του μυαλού σου για να αντιλαμβάνεσαι τους κόσμους του Φωτός. Γινόμενη ένα με το Φως, μπορείς να δημιουργείς με την αγάπη και να είσαι τα πάντα. Γιατί δεν είσαι απλά ένας άνθρωπος. Είσαι όλοι οι άνθρωποι. Δεν είσαι απλά ένα σώμα, είσαι ένας πλανήτης, η ίδια η Φύση, η ίδια η Μητέρα Γη. Δεν είσαι κάτι μέσα στο χρόνο, είσαι η αιωνιότητα, η Δημιουργία, το άπειρο που γεννάει κόσμους και σύμπαντα.» - «Σε ευχαριστώ Μάνα, όλη μου η προηγούμενη ζωή ήταν μια δυστυχία, γιατί η ψυχή μου δεν μπορούσε να ξεχάσει το Φως. Μπορείς να μου θυμήσεις τι ακριβώς φέρνω μέσα στη κοιλιά μου;»

«Είσαι μία πολύ ιδιαίτερη Ψυχή, κόρη μου. Κάθε Ψυχή, πριν πάρει σώμα, κάνει μία συμφωνία για το τι ζωή θα ζήσει, τι μαθήματα θέλει να πάρει, τι θα ήθελε να δημιουργήσει. Όλα τα γεγονότα της ζωής δεν είναι τυχαία, είναι απλά υλοποιήσεις και δράσεις της αόρατης συμφωνίας της Ψυχής. Οι περισσότεροι κάνουν απλά κύκλους, μέχρι να καταλάβουν ότι είναι απλά μία ενσάρκωση μιας αθάνατης και παντοδύναμης Ψυχής που μπορεί να κάνει τα πάντα σε αυτό το κόσμο της ψευδαίσθησης. Γενικά, αυτό είναι το παιχνίδι, να ξεπεράσεις τους ψεύτικους περιορισμούς και από κει που νομίζεις ότι είσαι ένα θνητό ανθρωπάκι, να καταλάβεις και να εκφράζεσαι στη συνέχεια σαν ένας αθάνατος Δημιουργός. Η δική σου Ψυχή είναι τόσο δυνατή, που προσφέρθηκε να φέρει σε αυτό τον κόσμο δύο άλλες παντοδύναμες Ψυχές, που δεν θα μπορούσε μία συνηθισμένη μήτρα να φέρει. Πρόκειται να φέρεις στο κόσμο δύο Δάσκαλους. Έναν Δάσκαλο του Φωτός και έναν Δάσκαλο του Σκότους. Έναν Άγγελο και έναν Δαίμονα.»

Μια επόμενη νύχτα, δίπλα από μία φωτιά και χωρίς κανένα πόνο, έφερε στο κόσμο το Σιωπηλό Σύννεφο δύο γιούς. Το πρώτο παιδί το πήρε ένας Καλόγερος που τράβαγε για τα μοναστήρια του Θιβέτ. Το δεύτερο παιδί το πήρε ένας Κακούργος που τράβηξε για τις μεγάλες πολυάνθρωπες πολιτείες στα παράλια της Μεγάλης Κινέζικης Θάλασσας. Το Σιωπηλό Σύννεφο απέμεινε να κοιτάζει τη φωτιά, το σημείο που από το σκοτάδι γίνεται το φως, και που τα πράγματα επιστρέφουν εκεί από όπου ξεκινήσαν: Από το κενό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου