Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ (ΣΕΙΡΑ)





Ο Κέι – Γιο ήταν από τους πιο μισητούς ανθρώπους της πόλης. Συμφεροντολόγος και σπαγκοραμμένος μέχρι που δεν πάει άλλο, ήταν αδύνατον να έχεις μία τίμια συναλλαγή μαζί του, πάντα αυτός θα ήταν ο κερδισμένος, πάντα απαιτούσε τα πάντα από τους άλλους, με αντάλλαγμα αυτός να δώσει ψίχουλα και γκρίνιαζε τόσο, για να επιβάλλει τους όρους του, που μία φωνή σου έλεγε με κεφαλαία γράμματα: «ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ!»

Είχε ένα μεγάλο εμπορικό κατάστημα με υφάσματα, κάθε λογής υφάσματα, που κληρονόμησε από τον καλό πατέρα του. Ο πατέρας του ήταν καλόκαρδος και ανοιχτοχέρης, τολμηρός έμπορος που είχε ταξιδέψει στα πέρατα της γης και είχε δημιουργήσει μία περιουσία, ιδρύοντας το μεγάλο κατάστημα υφασμάτων. Αυτός είχε εδραιώσει όλες τις εμπορικές συμφωνίες, είχε βρει προμηθευτές που του φέρναν, μόνο σε αυτόν, πολύτιμα και σπάνια υφάσματα. Είχε ανοίξει επίσης εμπορικούς δρόμους σε αγορές, όπου αυτά τα υφάσματα, μπορούσες να τα πουλήσεις πολύ ακριβά.

Ο πατέρας του ήταν ένας άνθρωπος, που σεβόταν ωστόσο όλους τους ανθρώπους, είχε ολόκληρη πτέρυγα για να σιτίζονται και να διανυκτερεύουν οι φτωχοί, ήταν πάντα πρόσχαρος, με τον καλό λόγο στα χείλη για τον καθένα και δεν ξεχώριζε πλούσιους με φτωχούς. Αντίθετα ο Κέι – Γιο χρησιμοποιούσε το χαμόγελό του, μόνο όταν ήταν να ζητήσει κάτι, και συνήθως μία παγωμάρα, λες νεκρού προσώπου, ήταν το συνηθισμένο βλέμμα του. Οι εργαζόμενοί του υπέφεραν, από τις κρίσεις του, την σχολαστικότητα που τους έλεγχε, τις νευρικές φωνές του, και τις παράλογες απαιτήσεις του. Τους εκμεταλλευόταν όσο δεν πάει άλλο και τους έστυβε σαν το λεμόνι.

Εκείνη τη μέρα, ένας παράξενος άνθρωπος μπήκε στο εμπορικό. Ήταν ο Δάσκαλος Σου – Τζέι, μεγάλης ηλικίας, με άσπρη γενειάδα, και τριμμένα, μα καθαρά ρούχα. Οι υπάλληλοι πήγαν να τον εξυπηρετήσουν, μα αυτός τους είπε ότι ήθελε προσωπικά το αφεντικό του καταστήματος, τον Κέι – Γιο. Οδηγήθηκε λοιπόν μπροστά του. Ο Κέι – Γιο, καθισμένος στο πολυτελές γραφείο του, ούτε καν σηκώθηκε. Μουρμούρισε μία καλημέρα, μα το παγωμένο βλέμμα του με τα ανέκφραστα γκρίζα μάτια του, έλεγε στη πραγματικότητα: «ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΣ ΝΑ ΜΕ ΕΝΟΧΛΕΙΣ (αφού δεν έχω κάτι να κερδίσω από σένα)»

Τους ήξερε ο Κέι – Γιο, αυτούς τους ανθρώπους που ερχόντουσαν μπροστά του, ήταν συνήθως πνευματικοί άνθρωποι, ελεήμονες, που γνωρίζοντας την περιουσία του, του ζητούσαν μία αγαθοεργία: Άλλοτε για τα ορφανά, άλλοτε για την επέκταση ενός ναού, άλλοτε για τους φτωχούς ή τους άστεγους. Τον εκνεύριζαν όσο τίποτα άλλο αυτοί οι πνευματικοί άνθρωποι.

Τους θεωρούσε ακαμάτηδες και ζητιάνους πολυτελείας. Τον προηγούμενο που του ζήτησε μία βοήθεια για τις χήρες, τον σκυλόβρισε χυδαία: «Να πας να κάνεις ένα μπουρδέλο με τις χήρες σου, να δουλέψεις εσύ και αυτές και να πάψετε να ζητάτε βοήθεια. Έξω από δω, ήρθες να μου ζητήσεις τα λεφτά μου, άθλιε!!» Κάπως έτσι ετοιμαζόταν να απαντήσει, σκεφτόταν με αυταρέσκεια να πάρει έναν σκύλο, για να δαγκώνει όλους αυτούς τους επαίτες, αλλά αμέσως το μετάνιωσε με τη τσιγγουνιά του: «Α, όχι, ο σκύλος θα θέλει και να τρώει…»

Ο Δάσκαλος αμίλητος, έβγαλε ένα παλιό κιτρινισμένο γράμμα από τη τσέπη του και του το έδωσε. Ο Κέι – Γιο ήταν έτοιμος να πετάξει κάτω αυτό το γράμμα, υποθέτοντας ότι θα είναι αίτημα χρηματικής βοηθείας, όταν,… βλέποντας τον παλιό γραφικό χαρακτήρα στο φάκελο, κιτρίνισε ο ίδιος, περισσότερο από το γράμμα. Ήταν με τον γραφικό χαρακτήρα του πατέρα του: «Προς τον γιο μου, τον Κέι – Γιο».

Φιλύποπτα κοίταξε τον Δάσκαλο στα μάτια. Αυτός με ένα μόνιμο χαμόγελο στο βλέμμα του είπε: Διάβασέ το Κέι – Γιο, είναι για σένα προσωπικά, μόνο για σένα…                     

«Αγαπημένε μου γιε,
Με μεγάλη χαρά περίμενα τη γέννησή σου, προσπάθησα να σου δώσω ότι καλύτερο είχα, σου έδωσα τους καλύτερους δασκάλους, δεν σου έλειψε ποτέ το φαγητό, τα ρούχα, τα παιχνίδια. Σε προφύλαξα όσο μπορούσα από τις κακουχίες και τις στερήσεις της ζωής που πέρασα εγώ, σου παρείχα κάθε ασφάλεια, ώστε να μην κινδυνέψεις ανά πάσα στιγμή να θαλασσοπνιγείς ή να σου κουρσέψουν το καράβι οι μαύροι πειρατές.

Με λύπη μου ωστόσο βλέπω να γίνεσαι σκληρόκαρδος άνθρωπος, που προτιμάς να αποθησαυρίζεις το χρήμα, αντί να βοηθάς τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Δεν ξέρω που θα σε βγάλει αυτός ο δρόμος. Ίσως να φταίω και εγώ σε αυτό, που πάντα ήμουν τόσο απασχολημένος και δεν ασχολήθηκα προσωπικά μαζί σου.

Έχω λοιπόν να σου δώσω πια, ότι πολυτιμότερο έχω: Το μαύρο μαργαριτάρι της Κίνας, το μεγαλύτερο του κόσμου, που θα ήθελα να το κερδίσεις ωστόσο. Για αυτό το σκοπό, ζήτησα από τον φίλο μου, τον Δάσκαλο Σου – Τζέι, να σου δώσει αυτό το γράμμα, 10 χρόνια ακριβώς από τη μέρα που θα πεθάνω. Αυτός θα σε οδηγήσει στο να αποκτήσεις το πολύτιμο μαύρο μαργαριτάρι. Άκουσέ τον…»

Ναι, σκέφτηκε ο Κέι – Γιο, σαν σήμερα πριν 10 χρόνια ήταν που πέθανε ο πατέρας του…   




.....





«Το μαύρο μαργαριτάρι της Κίνας! Νόμιζα ότι ήταν ένας μύθος η ύπαρξή του. Πρέπει να είναι το πολυτιμότερο πράγμα στη Γη!!!» είπε με έξαψη ο Κέι – Γιο, συγκρατώντας από το γράμμα του πατέρα του, μόνο το πιθανό κέρδος, χωρίς να λάβει υπόψη του τη νουθεσία για το ότι ήταν σκληρόκαρδος άνθρωπος.

-«Ναι Κέι – Γιο, γνωρίζω που ακριβώς βρίσκεται το μαύρο μαργαριτάρι, αλλά σε προειδοποιώ ότι θα είναι πολύ επικίνδυνο να προσπαθήσουμε να το πάρουμε…» είπε ο Δάσκαλος Σου – Τζέι.

-«Δεν με ενδιαφέρει, το μαύρο μαργαριτάρι αξίζει περισσότερο από όλη μου τη περιουσία. Το Θέλω!!! Είμαι αποφασισμένος να ρισκάρω τα πάντα για να κερδίσω αυτό το θησαυρό! Που είναι;»

- «Αφού είναι αυτή επιθυμία σου, και σε προειδοποίησα, θα σου πω που ακριβώς βρίσκεται. Είναι στα νησιά των σκελετών.»

- «Μα τα νησιά των σκελετών, είναι το άντρο των μαύρων πειρατών. Το πιο επικίνδυνο μέρος σε όλη τη κίτρινη θάλασσα!»

- «Σου το είπα, δεν είναι για παιδάκια αυτή η επιχείρηση. Φεύγω λοιπόν, αν αλλάξει τίποτα, το σπίτι μου βρίσκεται στη συνοικία των φτωχών του λιμανιού…»
Ο Κέι – Γιο δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Και μόνο η πιθανότητα να αποκτήσει αυτό το θησαυρό, αυτό το θησαυρό που ένιωθε ότι του άνηκε, του έφερνε έξαψη.  Το σκεφτόταν και το ξανασκεφτόταν. Δεν θα καθόταν πια να μαζεύει δεκάρες πουλώντας υφάσματα με τον πήχη, τη στιγμή που μπορούσε να αποκτήσει έναν θησαυρό αντάξιο του αυτοκράτορα.

Την επόμενη μέρα το πρωί, πήγε στη ταβέρνα του λιμανιού, βρήκε το καλύτερο και γρηγορότερο πλοίο, το ναύλωσε, το εξόπλισε μάλιστα με 4 κανόνια και μίσθωσε και τους καλύτερους και φτηνότερους ναυτικούς που μπορούσαν να φέρουν όπλο. Τους είπε ότι ήθελε να ταξιδέψει και να γνωρίσει νέα μέρη και νέους εμπορικούς προορισμούς στις νότιες θάλασσες. Δεν ήταν βλάκας να τους πει την αλήθεια, εξάλλου θα του ζήταγαν πολλά παραπάνω.

Ο καπετάνιος τους είπε ότι είχε διαθέσιμη μία καμπίνα, την καλύτερη, για τους επιβάτες του, τον Κέι – Γιο και τον Δάσκαλο Σου – Τζέι. «Να ορίστε, εδώ είναι, μπορείτε να βολευτείτε μια χαρά και οι δυο σας…»
-«Όχι καπετάνιε, εγώ πληρώνω και θέλω να έχω τη καμπίνα μόνος μου, προσωπικά.» είπε με υπεροψία ο Κέι – Γιο.
- «Μα δεν υπάρχουν ελεύθερες άλλες καμπίνες, γιατί έχετε μισθώσει φουλ ναύτες, που θα κοιμηθεί ο ηλικιωμένος φίλος σας;»
- «Ο ηλικιωμένος φίλος μου δεν πληρώνει εισιτήριο, από όσο ξέρω υπάρχει αμπάρι, το οποίο δεν είναι γεμάτο, θα κοιμηθεί εκεί.»
- «Μα είναι σκοτεινό, βρώμικο, γεμάτο ποντίκια.»
- «Μια χαρά είναι για αυτόν, πάντοτε στη συνοικία των φτωχών έμενε, μαθημένος είναι» είπε με σκληρότητα ο Κέι – Γιο.
Τότε είπε για πρώτη φορά ο Σου – Τζέι:  «Όταν κάνεις κάτι για καλό, πάντα ότι γίνεται είναι για καλό!»
«Ξεφορτώθηκα τον γέρο, σιγά μην τον έχω μαζί μου» σκέφτηκε ο Κέι – Γιο.
Τις επόμενες εβδομάδες, ο Κέι – Γιο είχε καταφέρει με τις ιδιοτροπίες του, τις προσβολές που έκανε σε όλους και τις απαιτήσεις του, να γίνει ο πιο μισητός άνθρωπος στο καράβι. Όλοι ήταν παγωμένοι μαζί του, και του έλεγαν μόνο τα απαραίτητα. Αντίθετα ήταν χαρά τους να κάνουν παρέα με τον Σου – Τζέι, που ήταν πάρα πολύ απλός άνθρωπος, τους έλεγε ιστορίες, ενδιαφερόταν για αυτούς, τους συμβούλευε και κάνοντας παρέα μαζί του, αισθάνονταν ο καθένας πιο ελαφρύς, πιο ανακουφισμένος, με ένα μυστήριο τρόπο, τους μετέδιδε τη γαλήνη της ψυχής του.
Ο Κέι – Γιο παρακολουθούσε τη πορεία του πλοίου στο χάρτη, και έλεγε δήθεν με αφέλεια:  «Α, από κει θέλω να πάω, ας περάσουμε από αυτά τα νησιά».
- Ο καπετάνιος με τρόμο του είπε: «Μα κύριε, αυτά είναι τα νησιά των σκελετών, το πιο επικίνδυνο μέρος της θάλασσας. Όχι δεν μπορούμε να πάμε από κει.»
- «Καλά, ας πάμε λίγο πιο κοντά τους, σας μίσθωσα να πάμε οπουδήποτε!»
Ο καπετάνιος του έκανε λίγο το χατήρι, αλλά σκόπευε να μην παρεκκλίνει άλλο. Ο Κέι – Γιο που το κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να εξαγοράσει τον τίμιο καπετάνιο, σκόπευε να τον καθαιρέσει και να βρει έναν φιλοχρήματο ναύτη, που θα του έκανε τη βρωμοδουλειά….

Η μοίρα ωστόσο τους έφερε την επόμενη μέρα αντιμέτωπους με ένα κουρσάρικο καράβι…                   



...


  

Το κουρσάρικο καράβι λες και ήταν ένα με τον άνεμο, τους πλησίαζε ολοένα. Το πειρατικό τσούρμο, με επιδεξιότητα περισσή, άλλος στα πανιά, άλλος στα άλμπουρα, άλλος στα κανόνια εκτελούσαν λες μία χιλιοκαμωμένη χορογραφία, και όταν βρέθηκαν πια σε απόσταση βολής, όλα μαζί τα κουρσάρικα κανόνια, κάνανε το καθιερωμένο, πειρατικό χαιρετισμό.


Μια ομοβροντία δηλαδή που στόχο δεν είχε να χτυπήσει το πλοίο του Κέι – Γιο αλλά επίτηδες όλες οι βολές σφυρίξαν πάνω από το καράβι, και πέσαν στη θάλασσα. Ήταν η αρχαία πρόκληση των πειρατών: «Η παραδίνεστε αμαχητί, ή σας κουρσεύουμε με μάχη!»

Ο Κέι – Γιο ανάστατος, φώναζε στους ναύτες: «Στα όπλα! Βαράτε τους με τα κανόνια, πάρτε τα μουσκέτα και τα σπαθιά, δώστε μάχη!» Οι ναύτες ωστόσο κάθονταν αμέτοχοι, αγνοώντας τις φωνάρες του πελάτη. Αυτοί είχαν τον καπετάνιο τους, αυτόν θα άκουγαν,  από αυτόν περίμεναν να αποφασίσει το τι διαταγές θα τους δώσει.

Ο Δάσκαλος Σου – Τζέι ατάραχος, κοιτούσε το κουρσάρικο πλοίο να πλησιάζει, με απάθεια λες και έβλεπε το ηλιοβασίλεμα να ΄ρχεται, ή λες και πλησιάζανε σε ακτή και χάζευε τα θαλασσοπούλια που έρχονταν να ρίχνουν τις βουτιές τους στα απόνερα του πλοίου ή να ζητιανέψουν λίγη γαλέτα.

-«Τι λέτε να κάνουμε καπετάνιε, με τους φίλους που μας πλησιάζουνε;»
-«Να παραδοθούμε φυσικά, Δάσκαλε. Έχουν δεκαπλάσια δύναμη από εμάς, αυτοί είναι ψημένοι στο πόλεμο και βουτηγμένοι στο αίμα πειρατές, εμείς, οι περισσότεροι, ήρθαμε σε αυτό το ταξίδι, γιατί δεν είχαμε να πληρώνουμε το ποτό στη ταβέρνα του λιμανιού. Πώς να κάνουμε μάχη; Ίσως να σκοτώναμε κανέναν πειρατή, πράγμα που θα τους εξαγρίωνε ακόμα παραπάνω. Να νικήσουμε ή να ξεφύγουμε δεν υπάρχει περίπτωση.»

-«Συμφωνώ καπετάνιε. Είναι ότι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε.» Είπε με τον γλυκό του τρόπο o Σου-Τζέι.
Έξαλλος τότε ο Κέι – Γιο, έπιασε από το γιακά τον καπετάνιο: «Μα κανένας δεν ρωτάει εμένα που εγώ πληρώνω; Εγώ ναύλωσα το πλοίο, εγώ το εξόπλισα. Με ποιο δικαίωμα αποφασίζετε χωρίς εμένα; Θα πολεμήσουμε φυσικά, τι σας πληρώνω; Τι πήρα τόσα όπλα; Θα πολεμήσετε μέχρις ενός. Εμπρός ορμάτε!»
Ο καπετάνιος επιτακτικά, πέταξε κάτω τον Κέι – Γιο. «Πιάστε τον, δέστε τον και φιμώστε αυτόν τον βλάκα» είπε σε δύο ναύτες, που με περισσή χαρά αυτοί, εκτελέσανε τη διαταγή.
«Κύριε Κέι – Γιο, μας ναυλώσατε για ένα ταξίδι αναψυχής και όχι για πόλεμο και σίγουρο χαμό. Εξάλλου, ρωτάτε εάν αξίζει κάποιος για εσάς να χάσει τη ζωή του; Όχι κύριε. Ούτε εγώ, ούτε κανένας ναύτης, ούτε καν ο γάτος του πλοίου δεν αξίζει να χαθεί για εσάς.»
Στη συνέχεια ανέμισε ένα μεγάλο άσπρο πανί, σημάδι ότι παραδίνονται.

Οι κουρσάροι πλησίαζαν. Με γάντζους και σχοινιά διπλάρωσαν το πλοίο και επιδέξια πηδώντας ήταν σε λίγο επάνω του, μη βρίσκοντας τη παραμικρή αντίσταση.
«Αφήστε με καπετάνιε, να μιλήσω στους κουρσάρους, μήπως σωθεί η ζωή μας και το καράβι…» είπε σιγανά ο Δάσκαλος Σου-Τζέι. Ο καπετάνιος του έγνεψε καταφατικά.

Σε λίγο, όλοι οι αιχμάλωτοι, αφοπλισμένοι, ήταν παραταγμένοι σε μία σειρά στο κατάστρωμα. Ο κουρσάρος καπετάνιος εμφανίστηκε τότε, ένας ψηλός, μυώδης, με άγρια γένια και μαλλιά, γεμάτος από όπλα και αλυσίδες πάνω του, χρυσές και ασημένιες.

Τότε με μία απίστευτη θεατρικότητα και σπιρτάδα για την ηλικία του, ο Σου – Τζέι έπεσε γονατίζοντας μπροστά του και με μία φωνή όλο κολακεία και σεβασμό του είπε: «Εξοχότατε Κουρσάρε Λου – Ζι- Σταν (είχε φροντίσει ήδη να μάθει το όνομά του ρωτώντας τους πειρατές) που η φήμη του ονόματός σας ταξιδεύει πριν από εσάς σε ολάκερη τη κίτρινη θάλασσα, που τα κατορθώματά σας ήδη έχουν γίνει τραγούδι σε κάθε λιμάνι, που η χαρά μου είναι απέραντη που με αξίωσε ο Θεός να δω στη ζωή μου έναν θρύλο όπως εσείς….

Με σύνεση και τρόμο μπροστά σας δεν τολμήσαμε να σας αντισταθούμε, λυπηθείτε μας και αφήστε μας να ζήσουμε, να επιστρέψουμε στις φτωχές μας οικογένειες με το πλοίο μας, ώστε τα κατορθώματά σας να διηγούμαστε, μαζί και το πόσο σπλαχνικός είστε σε αυτούς που παραδίνονται και πέφτουν  στα πόδια σας. Αφήστε να προσφέρουμε σε εσάς και στο αξιόμαχο τσούρμο σας έναν αντάξιο θησαυρό.

Ο κουρσάρος, γοητευμένος από αυτά τα λόγια, γιατί ακόμα και τα άγρια θεριά ημερεύουν στα κολακευτικά λόγια, ρώτησε αμέσως: «Και γιατί να σας λυπηθώ, και να μην σας περάσω όλους από μαχαίρι; Και….. για τι θησαυρό μιλάτε;»  




...



«Εξοχότατε Κουρσάρε,» είπε ο Δάσκαλος Σου – Τζέι, «έχουμε μαζί μας έναν θησαυρό, αν και το πλήρωμα είναι φτωχοί εργάτες του λιμανιού, που έχουν μόνο πενταροδεκάρες μαζί τους. Το αμπάρι θα δείτε ότι είναι άδειο για να μαζέψετε λάφυρα, ωστόσο έχουμε κάτι μαζί μας που αξίζει πολύ περισσότερο από ολάκερο το καράβι. Μαζί μας έχουμε τον πλούσιο έμπορο Κέι – Γιο. Ψάξτε στη καμπίνα τη καλή, και κάτω από το στρώμα της κουκέτας θα βρείτε πολλά χρυσά, αλλά αυτό δεν είναι τίποτα. Για αυτόν τον έμπορο μπορείτε να ζητήσετε πλούσια λύτρα, 1.000.000 γουάν, αφήστε μόνο να γράψω εγώ το σχετικό γράμμα, και το πλοίο σαν άνεμος θα πάει να σας φέρει αυτή την περιουσία.»

Ο Κέι – Γιο έξαλλος και κατακόκκινος από οργή ούρλιαξε μέσα από το μαντίλι που του έδενε το στόμα «Προδότη !». Ο κουρσάρος του έδωσε δύο χαστούκια τόσο δυνατά που αίμα έσταξε από τα δαχτυλίδια του, ενώ ο Κέι – Γιο έπεσε κάτω μισολιπόθυμος.

Πράγματι, ψάχνοντας κάτω από το στρώμα βρήκαν ένα τσουβαλάκι με χρυσά νομίσματα, μία μπάζα πολύ καλή ήδη για τον κουρσάρο, αυτός χαρούμενος, συμφώνησε να αφήσει το πλήρωμα και το πλοίο ελεύθερο για να φέρει τα λύτρα. Κράτησε ωστόσο τα κανόνια και όλα τα όπλα που βρήκε στο πλοίο, χωρίς να πειράξει άνθρωπο.

Ο Σου – Τζέι έγραψε ένα γράμμα όπου δίνονταν οδηγίες να πουληθεί όλη η περιουσία του Κέι – Γιο, για να μαζευτούν τα πλούσια λύτρα. Θα έπρεπε ωστόσο να το υπογράψει ο Κέι – Γιο. Αυτός αγέρωχος, δεν πήρε τη πένα που του προσφέρανε. «Όχι δεν το υπογράφω, προτιμώ να πεθάνω!»

Ο κουρσάρος χαμογελώντας έκανε ένα νεύμα σε έναν γεροδεμένο μουστακαλή πειρατή. Αυτός με ευχαρίστηση, άρχισε να δέρνει με κλωτσιές και μπουνιές τον Κέι – Γιο, αργά, βασανιστικά. Μετά από δυο τρία χτυπήματα ο Κέι – Γιο έσπασε και φώναζε: «Να υπογράψω, φέρτε το χαρτί να υπογράψω!» Ο μουστακαλής ωστόσο δεχόταν εντολές μόνο από τον κουρσάρο που δεν είχε σκοπό να διακόψει το θέαμα. Ο Κέι – Γιο είχε πέσει και έκλαιγε με αναφιλητά, ο πειρατής όμως συνέχιζε το ξύλο. Ο Κέι – Γιο γεμάτος στα αίματα παρακαλούσε πια για τη ζωή του: «Φτάνει, μη με σκοτώσετε, θα υπογράψω, πάρτε τα όλα, αφήστε με μόνο να ζήσω.»

Με ένα νεύμα του κουρσάρου, του φέραν τότε το χαρτί. Ο Κέι – Γιο το υπέγραψε, και γέμισε άθελα του και αίμα το χαρτί. «Έτσι είναι καλύτερα», γέλασε ο κουρσάρος. «Και φροντίστε να φέρετε γρήγορα τα λεφτά, γιατί όσο θα τον έχουμε στο νησί των σκελετών θα τον έχουμε σκλάβο, να κάνει όλες τις βαριές δουλειές. Αν πεθάνει δεν με νοιάζει, θα πάρω τα λύτρα και πεθαμένος να είναι, εξάλλου για αυτό λέγεται έτσι το νησί. Από τους σκελετούς των αιχμαλώτων που είναι γεμάτο.»

- «Εξοχότατε κουρσάρε. Σας παρακαλώ αφήστε με να έρθω μαζί σας. Έχω υποσχεθεί στον πατέρα του να τον προσέχω, και … θα κάνω εγώ τις δουλειές που του αναλογούν», είπε ο Σου – Τζέι.
- «Σίγουρα γέρο; Αξίζει να θυσιαστείς για αυτόν τον βλάκα, τον ανάξιο;»
-«Ναι εξοχότατε κουρσάρε, αντέχω εγώ. Εγώ θα κάνω τη δουλειά του για να μπορέσει να αναρρώσει. Η υπόσχεση που έδωσα είναι πέρα από το θάνατο.»
-«Ας γίνει έτσι γέρο. Νόμιζα ότι ήσουν πιο έξυπνος.»

Σε λίγο, δεμένοι με αλυσίδες στο αμπάρι του πειρατικού πλοίου, ακολουθούσαν την άγνωστη μοίρα τους. Ο Κέι – Γιο βογκώντας ακόμα, κράταγε ακόμα κακία στον Σου – Τζέι για αυτή του τη κατάσταση: «Με δείρανε, με ληστέψανε, και δεν ξέρω αν θα γυρίσω ζωντανός. Εσύ φταις! Και με ποιο δικαίωμα με παρακολουθούσες και ήξερες που έχω τα χρυσά μου;»

-«Κέι – Γιο» είπε με τη γλυκύτητά του ο Δάσκαλος, σε προειδοποίησα για τους κινδύνους, εσύ θέλησες να προχωρήσεις. Όλα βαίνουν όπως θέλαμε. Φτάνουμε με σιγουριά πια στο νησί των σκελετών, όπου υπάρχει το μαύρο μαργαριτάρι, και μάλιστα καταφέραμε να γλυτώσουν τη ζωή τους όλοι οι αθώοι ναύτες. Η υπερηφάνεια σου πήρε ένα μάθημα ζωής, μια και καταλαβαίνεις πολλά πράγματα σαν αφέντης, αλλά ακόμα περισσότερα σαν σκλάβος. Και πως λες ότι εγώ σε παρακολουθούσα στη καμπίνα σου; Εσύ δεν ήσουν που με έδιωξες στο αμπάρι;»

- «Μα τότε πως ήξερες πως έχω τα χρυσά, και που τα έχω, αν δεν με παρακολουθούσες και πως είσαι τόσο αισιόδοξος; Εγώ βλέπω μπροστά μου μόνο το χαμό.»

- «Κέι – Γιο, με έστειλες να μείνω στο αμπάρι, εγώ πάντα ακολουθώ τη μοίρα μου, πέρα από αυτό που φαίνεται σαν το καλό ή το κακό. Δεν κάνω εχθρούς, σέβομαι κάθε άνθρωπο και κάθε ζώο, τόσο που να καταλαβαίνω τη γλώσσα τους. Τα ποντίκια του πλοίου μου φανερώσαν το μυστικό σου για τα χρυσά, γιατί όταν πας κάνοντας το καλό, οτιδήποτε συμβαίνει, είναι για καλό.»







....




Το νησί των σκελετών ήταν το πειρατικό κρησφύγετο. Κανονική πρωτεύουσα των κουρσάρων, ολόκληρη πολιτεία, που τα καπηλειά ήταν περισσότερα από τα σπίτια. Σκλάβοι και αιχμάλωτοι κάνανε όλες τις δουλειές. Τα τσούρμα τα πειρατικά έρχονταν και έφευγαν, έρχονταν για να πιουν και να ξεκουραστούν, φορτωμένα θησαυρούς και σκλάβους και ξανάφευγαν για να σκορπίσουν το θάνατο, με μία τάξη, μία ιεροτελεστία που δίνει κάθε οργανωμένο ταξίδι.

Στους δύο αιχμάλωτους δώσανε αμέσως δουλειά, να δουλεύουνε σε ένα καπηλειό, να καθαρίζουνε τους εμετούς και τα αίματα, γιατί οι πειρατές δεν σταματάγανε το πιοτό, και ήτανε συνηθισμένοι οι καυγάδες τους, δεν το ‘χαν σε τίποτα να βγάλουν μαχαίρι. Αγνόησαν τις διαμαρτυρίες του Κέι -  Γιο ότι ήταν άρρωστος. Το μόνο που του βάλανε ήταν μια μπλε κορδέλα στο μέτωπό του, που σήμαινε ότι έπρεπε να αποφεύγανε να τον σκοτώσουν, είχε αξία σαν εμπόρευμα η ζωή του, βλέπεις περιμένανε λύτρα από αυτόν. Αντίθετα η ζωή του δάσκαλου Σου – Τζέι δεν είχε καμία απολύτως αξία.

Ο κάπελας, που ήταν ένας αποτραβηγμένος πειρατής, τους φερόταν με κάθε σκληρότητα, δεν τους άφηνε να κοιμηθούνε, τους έβριζε, τους χτυπούσε. Τους φερόταν εντελώς απάνθρωπα και σκληρά. Ο δάσκαλος τα υπέμενε όλα αυτά με καρτερία και μάλιστα δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να αστειεύεται με τη ζωή τους. Ο Κέι – Γιο, αντίθετα παραπονιόταν και μονολογούσε ότι δεν αντέχει άλλο αυτή τη ζωή, και ότι δεν του άξιζε αυτό που βίωνε. Έβριζε το Θεό για αυτό, λέγοντας Του ότι είναι άδικος.

Ο Σου – Τζέι εντυπωσιαζόταν από το πόσο άδικος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος. Ο Κέι – Γιο ήταν προφανές ότι πλήρωνε όλη τη προηγούμενη άδικη ζωή του, και το πόσο απότομα φερόταν στους ανθρώπους. Εντούτοις ο ίδιος ο ίδιος ο Κέι – Γιο, δεν φαινόταν να το καταλαβαίνει αυτό. Για τον ίδιο ήταν φυσιολογικό οι άλλοι άνθρωποι να είναι κατώτεροι του, και να μην κρίνεται αυτός και οι άλλοι με το ίδιο μέτρο.

Ένα ξημέρωμα, είχε απομείνει, μία παρέα με μεθυσμένους πειρατές. Το μεθύσι τους, είχε μετατραπεί τώρα πια σε ένα βίαιο ξέσπασμα, και έσπαζαν ποτήρια και χαχάνιζαν. Ο κάπελας που ήθελε να τους ξεφορτωθεί, είπε στον Κέι – Γιο, που τον αντιπαθούσε περισσότερο, να πάει και να μαζέψει τα σπασμένα ποτήρια. Αυτός, κατά λάθος, ακούμπησε έναν μεθυσμένο πειρατή, ο οποίος νόμισε ότι τον έσπρωξε. Ο μεθυσμένος έβγαλε σε μία στιγμή μαχαίρι.

Οι άλλοι πειρατές χαχανίζοντας, βρήκαν μία ευκαιρία να διασκεδάσουν: «Μονομαχία! Μονομαχία!» φώναξαν. Έδωσαν ένα μαχαίρι στον Κέι – Γιο, και αυτός τρομαγμένος τραβήχτηκε στον τοίχο. Ο μεθυσμένος πειρατής κραδαίνοντας το μαχαίρι του και αλλάζοντας το, από το ένα χέρι του στο άλλο, πλησίαζε απειλητικός. Ο Κέι – Γιο σε κλάσματα του δευτερολέπτου, και με τη φοβερή συγκέντρωση που δίνει η αδρεναλίνη σε αυτές τις στιγμές, αξιολόγησε τη κατάσταση: Ήταν χαμένος. Σε λίγο ο πειρατής θα τον καθάριζε, ακόμα και αν είχε εμπειρία σε τέτοια μάχη και σκότωνε αυτός τον πειρατή, η παρέα του, θα τον εκτελούσαν αμέσως!

Ένα παράξενο συναίσθημα, ακαριαίο λες, του εντυπώθηκε στο μυαλό του: «Κρίμα, έτσι όπως έζησες αυτή τη ζωή σου, κρίμα.» Παραξενεύτηκε, μα ποιος μπορούσε και του μιλούσε μέσα του, και ένα συναίσθημα περισσότερο ντροπής περισσότερο, παρά τρόμου τον διακάτεχε. Την ώρα που προσπαθούσε να αποφύγει την επίθεση του πειρατή, άρχισαν να έρχονται εικόνες στο μυαλό του, τότε που απαιτούσε παιχνίδια, που ήθελε δικά του όλα τα χάδια, που ήθελε τη προσοχή των γύρω του, που απαιτούσε πράγματα από τους υπηρέτες, που μιλούσε εγωιστικά στους συμμαθητές του, που ήθελε τη καλύτερη μερίδα φαγητό, που πάντα απαιτούσε από τους άλλους, που φερόταν τυραννικά στους υπαλλήλους του….

Τον συγκλόνιζαν αυτές οι εικόνες, μα το πιο παράξενο πράγμα ήταν το ότι τις έβλεπε αυτές τις εικόνες σαν παρατηρητής πια, σαν ένας αντικειμενικός παρατηρητής. Ναι, τώρα πια καταλάβαινε πόσο απαίσια φερόταν στους άλλους ανθρώπους, τώρα πια καταλάβαινε πολύ καλά γιατί όλοι τον αποφεύγαν και αλλοίμονο, κανένας μα κανένας δεν τον αγαπούσε…  Ένιωθε κοντά του τις κρύες φτερούγες του θανάτου να πλησιάζουν…..

Τότε, ξαφνικά, με μία απαράμιλλη δύναμη, μπήκε ανάμεσα ο Σου – Τζέι.
- «Εξοχότατε πειρατή, αφήστε εμένα να αγωνιστώ για λογαριασμό του αιχμαλώτου, που με τόσο άγαρμπο τρόπο σας ακούμπησε!»
- «Πάρε δρόμο από δω γέρο, δεν είναι δουλειά σου να ανακατεύεσαι.»
- «Εξοχότατε πειρατή, ο αιχμάλωτος που θέλετε να χτυπήσετε έχει μπλε κορδέλα, καταλαβαίνετε, μπορεί να θυμώσει με σας ο καπετάνιος…. Και εξάλλου, σας προκαλώ σε μονομαχία! Πρέπει να αγωνιστείτε!»
Με χάχανα οι άλλοι πειρατές πήραν το μαχαίρι από τον Κέι – Γιο, του έδωσαν μια κλωτσιά, και το έδωσαν στον δάσκαλο.
- «Ευχαριστώ, αλλά ποτέ δεν χρησιμοποιώ όπλα, δεν μου χρειάζεται το μαχαίρι.»
Ο μεθυσμένος πειρατής, ζυγιάζοντας το νέο του θύμα έκανε μία επίθεση έχοντας το μαχαίρι του μπροστά. Ο Σου – Τζέι, αστραπιαία, άλλαξε θέση, και ο πειρατής έσκασε στο τείχο. Χτύπησε το κεφάλι του, κλυδωνίστηκε για λίγο, και στη συνέχεια κατέρρευσε, μέσα στα γέλια της παρέας του.
Ο Σου – Τζέι βρήκε την ευκαιρία και απομακρύνθηκε, σαν σκιά λες, πήρε μαζί του τον Κέι – Γιο: «Κύριε, ας πάμε σε πιο ασφαλές μέρος. Εξάλλου, ο καθένας εδώ μέσα πήρε πια το μάθημα που χρειαζόταν…»                    






.....




Ο Κέι – Γιο μέρα με τη μέρα γινόταν διαφορετικός, κάπως σαν απόμακρος μετά το επεισόδιο της ταβέρνας. Αισθανόταν όλο και περισσότερο ότι δεν είναι διαφορετικός από τους υπόλοιπους ανθρώπους, όντας σκλάβος και αυτός, αισθανόταν τύψεις για τη σκληρότητα που είχε επιδείξει στους ανθρώπους. Συνήθως αυτές τις σκέψεις της συνείδησής του, τις απόδιωχνε παλιά, τώρα πια όμως δεν αντιστεκόταν, καταλάβαινε ότι η συνείδησή του είχε δίκιο.

Κλυδωνιζόταν πια η ίδια η αιτία της ύπαρξης του. Γιατί θα έπρεπε να ζει, όντας ένας τέτοιος κακός άνθρωπος; Καταλάβαινε ότι ο σεβασμός που του έδειχναν κάποιοι άνθρωποι, η αναγνώριση και το κύρος που είχε κάποτε, ποτέ δεν ήταν πραγματικά. Για το ότι είχε χρήμα, του φερόντουσαν έτσι οι άνθρωποι. Το χειρότερο, τώρα πια καταλάβαινε ότι η λύσσα με την οποία μάζευε το χρήμα ήταν για να καλύψει το δικό του εσωτερικό κενό. Ήταν ένας τρόπος για να καλύπτει τη δική του ανασφάλεια, και να συνεχίζει την χαζή ιδέα ότι ήταν διαφορετικός, ότι ήταν σπουδαιότερος από τους υπόλοιπους ανθρώπους.

Είχε ριχτεί σε αυτή τη περιπέτεια για να αποκτήσει έναν θησαυρό, το μαύρο μαργαριτάρι, αλλά τώρα πια δεν ήξερε αν θα τον ενδιέφερε να το αποκτήσει. Φαινόταν να είχε χάσει τα πάντα, όλη του τη περιουσία, όλο του το κύρος, και η ίδια η ζωή του κρεμόταν από μία κλωστή πια. Μέσα σε αυτή τη βρωμιά, την ανασφάλεια και την απόγνωση που ζούσε όμως, είχε πια φτάσει στα όρια του. Και όταν κανείς φτάνει στα όρια του, έρχεται ή μια νέα αρχή ή το τέλος…..
  
Τότες, θα ήταν πανσέληνος εκείνο το βράδυ, όταν από το πρωί, μαζέψαν όλους τους σκλάβους και τους αιχμαλώτους του νησιού. Τους κλείσαν σε μία μεγάλη μάντρα και έξω από αυτήν, οι πειρατές, κάτι ετοιμάζανε. Οι παλιοί αιχμάλωτοι είχαν έναν τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια τους, ενώ ο Δάσκαλος Σου – Τζέι, σαν παιδί έδειχνε να χαιρόταν με αυτήν την αλλαγή της καθημερινότητας. Τι γίνεται, τι συμβαίνει, ρώτησαν οι νέοι αιχμάλωτοι τους παλιούς. Ένας γέρος αιχμάλωτος είπε με νόημα: «Απόψε είναι πανσέληνος, θα έχει θυσία.»

«Δηλαδή, τι γίνεται ακριβώς;» - «Κοιτάξτε, οι πειρατές λατρεύουν τη Σελήνη, γιατί τα καλύτερα ρεσάλτα τους τα κάνουν όταν δεν έχει φεγγάρι. Σε κάθε πανσέληνο όμως μαζεύονται όλοι τους και κάνουν μία γιορτή. Δίνουν στη Σελήνη το μερίδιο της από τα λάφυρα, και μόλις η Σελήνη βγει στην Ανατολή, και συνήθως το φεγγάρι είναι κόκκινο σε αυτά τα νερά, σφάζουν τον εκλεκτό αιχμάλωτο της Σελήνης, πάνω από τον ιερό θησαυρό των πειρατών, το μαύρο μαργαριτάρι. Αφού αυτό γίνει κατακόκκινο από το αίμα, αρχίζει μία γιορτή που κρατάει τρεις μέρες…..»

Οι πειρατές με αγριοφωνάρες βάλανε τους αιχμαλώτους σε μία ευθεία γραμμή και βγαίνοντας ένας-ένας από το μαντρί, έπρεπε να διαλέξει ένα κοχύλι. Τα κοχύλια ήταν όσα και οι αιχμάλωτοι. «Σε ένα από αυτά τα κοχύλια, βρίσκεται το μαύρο μαργαριτάρι, όποιος το διαλέξει, θα είναι ο ….. τυχερός» ψιθύρισε ο γέρο-αιχμάλωτος.

Ένα πάγωμα στη ψυχή του ένιωθε ο Κέι – Γιο καθώς περπατούσε στη γραμμή, αισθανόταν κάτι σαν κάλεσμα μέσα του, όχι όμως για καλό… Αντίθετα ο Δάσκαλος ήταν ευδιάθετος και χαρούμενος, «Ε σιγά μην είναι η δική μας σειρά, τόσοι αιχμάλωτοι είναι, αλλά και πάλι… τη ζωή μου εγώ την έζησα πια, αν έρθει ο θάνατος καλοδεχούμενος θα είναι, γιατί όλα στη μοίρα υπάγονται. Επιτέλους θα δω αν θα πάω στο παράδεισο ή στη κόλαση, κάποιοι μου λένε ότι θα είναι ο παράδεισος, εγώ όμως ξέρω ότι μπορεί να είναι και η κόλαση χαχαχαχα.»

Ο Κέι – Γιο ένιωθε κάτι σαν μαγνήτης να τον σπρώχνει να διαλέξει ένα συγκεκριμένο κοχύλι που έβλεπε από πιο πριν, «αυτό είναι το δικό μου κοχύλι» σκέφτηκε. Τρέμοντας το άνοιξε…… και τότε ….. το πολύτιμο μαύρο μαργαριτάρι έπεσε χάμω, ενώ ο Κέι – Γιο έμεινε παγωμένος. Ο Δάσκαλος με μία αστραπιαία κίνηση σήκωσε από χάμω το μαργαριτάρι και το έδωσε στους πειρατές που με βία τραβούσαν τον Κέι – Γιο για τη φυλακή. Η Σελήνη διάλεξε. Οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι, ο καθένας από μέσα του, αισθάνθηκαν ανακούφιση που δεν ήρθε η σειρά τους.

Μάταια ο Δάσκαλος Σου – Τζέι φώναζε στους πειρατές: «Εξοχότατοι πειρατές μου, ο αιχμάλωτος που πήρατε έχει μπλε κορδέλα, περιμένετε λύτρα για αυτόν, μη τον πειράζετε…σας παρακαλώ, πάρτε εμένα αντί για το παιδί, αφήστε τον να ζήσει!», μέχρι που του έδωσαν μια κλωτσιά γελώντας αυτοί.

Ο Κέι – Γιο θα έμενε για τις τελευταίες ώρες του σε ένα βρώμικο μπουντρούμι. Ο φρουρός αφού το διπλοκλείδωσε πήγε παραπέρα στο φυλάκιο του. Ο Κέι – Γιο ήταν ήσυχος πια, αποφασισμένος ότι έφτασε στο τέλος του. Μία παράξενη ησυχία υπήρχε πια μέσα του. Συνήθως παλιά υπήρχαν σκέψεις πώς να πολλαπλασιάσει τη περιουσία του, πώς να προσβάλλει τους εργαζόμενους του κάμπτοντας κάθε αξιοπρέπεια και δικαίωμά τους για να τους κάνει ότι θέλει, πώς να βγάζει όσα μπορεί περισσότερο στο εμπόριο. Αλλοίμονο, τώρα έβλεπε πια πόσο μάταια πέρασε όλη η ζωή του. Τι κρίμα! Έχασε ολόκληρη τη ζωή του για να κυνηγάει το χρήμα! Και τώρα που το κατάλαβε, θα την έχανε! Μη μπορώντας να κάνει οτιδήποτε άλλο, ένα βαθύ κλάμα, τον συνεπήρε…    






....




Μέσα από το κλάμα του ο Κέι – Γιο άκουσε έναν ακαθόριστο, σιγανό ήχο. Ήταν ο Δάσκαλος Σου – Τζέι, που είχε έρθει σιγά – σιγά έξω από τα σίδερα του κελιού.
-«Πως σε άφησαν να έρθεις, Δάσκαλε;»
-«Είμαι ένας άκακος γεράκος, και εσύ ένας μελλοθάνατος…»
-«Είσαι ένας καλός άνθρωπος, και εγώ ήμουν σε όλη μου τη ζωή ένας παλιάνθρωπος, το έκρυβα από όλους, αλλά περισσότερο από όλους το έκρυβα από τον εαυτό μου. Κρίμα, δεν θέλω να πεθάνω, αλλά από την άλλη καταλαβαίνω ότι είναι δίκαιο… Λυπάμαι για αυτή τη ζωή που έχασα, λυπάμαι που δεν εκπλήρωσα τις προσδοκίες του πατέρα μου. Θυμάμαι σαν να ‘ταν χθες το πόσο τον συμπαθούσαν οι άνθρωποι. Αυτόν τον εκτιμούσαν επειδή ήταν καλός, εμένα μου φερόντουσαν με σεβασμό, απλά γιατί ήμουν πλούσιος.

Θα ήθελα και εγώ να είχα ακολουθήσει το δρόμο του πατέρα μου, αλλά… τώρα πια το καταλαβαίνω και εγώ μέσα μου, …. Φοβόμουν, φοβόμουν ότι αν έδινα, θα έμενα μόνος, φτωχός, ασήμαντος.  Μου έδινε ασφάλεια το χρήμα, μου έδινε δύναμη, για αυτό το ζητούσα, για αυτό πάντα ζητούσα περισσότερα από όσα έδινα, …. Έδινα, τι έδινα, τίποτα δεν έδινα, μόνο έπαιρνα, και μάλιστα είχα γίνει πολύ καλός στο να παίρνω, ποτέ δεν έβλεπα τους άλλους ανθρώπους σαν ανθρώπους, τους έβλεπα σαν λεφτά μόνο, σαν ένα τσουβάλι με λεφτά. Κοίταζα το συμφέρον, τι λέξη και αυτή συμφέρον, τη σιχαίνομαι πια, η πραγματική χρησιμότητα της λέξης συμφέρον είναι να κρύβει τη λέξη εκμετάλλευση, ……εκμετάλλευση των άλλων.

Είχα φτάσει στο σημείο να θεωρώ ότι οι άλλοι άνθρωποι μου χρωστάνε, μου χρωστάνε να μου φέρονται καλά, μου χρωστάνε να κάνουν όλες τις υποχρεώσεις, μου χρωστάνε εγώ να τους εκμεταλλεύομαι, μου χρωστάνε να μου αποδίδουν σεβασμό, μου χρωστάνε να είναι κατώτεροι, αναλώσιμοι, ευτελείς, υπάκουοι και ηλίθιοι….. Ένιωθα καλά όσο τους φερόμουν σκληρά και απαίσια, τους έκρινα όλη την ώρα….. ανεπαρκείς, τεμπέληδες, ψεύτες, απατεώνες. Καλά να πάθουν, καλά τους έκανα, τους τιμωρούσα….. ποιος εγώ…… Κάνε μου μια τελευταία χάρη Δάσκαλε, μια και θα πεθάνω εδώ, αν ποτέ ελευθερωθείς, πήγαινε στη πόλη μου και αν έχει μείνει κάτι από τη περιουσία μου, δώστο σε αυτούς που είχα υπαλλήλους, δώστο στους φτωχούς της γειτονιάς μου που σκυλόβριζα, δώστο  στο καθένα άνθρωπο που θα δεις να έχει ανάγκη…. Είναι μεγάλο κρίμα να υπάρχουνε φτωχοί…»

- «Κέι – Γιο, φαντάζομαι ξέρεις πολύ καλά, ότι και εγώ δεν θα ζήσω για πολύ… και είναι δύσκολο να δραπετεύσει κανείς από αυτό το νησί. Πες μου ωστόσο, έχεις μία τελευταία επιθυμία; Μήπως μπορώ να κάνω κάτι για σένα;»

- «Δεν τολμώ ούτε καν να ζητήσω μία δεύτερη ευκαιρία από τον Θεό. Θεωρώ ωστόσο ότι τουλάχιστον θα πεθάνω, μαθαίνοντας ότι το χρήμα δεν αξίζει απολύτως τίποτα. Και πλούσιος να πέθαινα, δεν θα μπορούσα να το πάρω μαζί μου. Αισθάνομαι όμως ότι αυτό που παίρνουμε τελικά μαζί μας είναι αυτό που γεννήσαμε στους άλλους ανθρώπους με τις πράξεις μας. Θυμάμαι στις κηδείες που πήγαινα, τα καλά λόγια που λέγανε για τον μακαρίτη. Θυμάμαι όταν κάποιος μου μιλούσε, χωρίς ακόμα να με έχει γνωρίσει τι απαίσιος άνθρωπος ήμουν, για τον πατέρα μου. Θυμάμαι έναν θαυμασμό, μία θύμηση για μία βοήθεια που του έκανε, για μία καλή πράξη που είχε κάνει. Πόσο υπερήφανος ένιωθα τότε….

Αυτό είναι που μένει ζωντανό από εμάς, αυτό μάλλον ταξιδεύει μετά από τον θάνατο, η μνήμη που αφήνει αυτός που έφυγε. Ίσως όλα αυτά τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων που έκανε να γεννηθούν, με τη ζωή του, να εμπνέουν, να οδηγούν τους υπόλοιπους ανθρώπους, τους ζωντανούς. Και αλλοίμονο, ίσως αυτά που ενέπνευσα εγώ να με συντροφεύουν για πάντα στη κόλαση…. Θα ήθελα να ζητήσω κάτι από σένα, κάτι πολύ σημαντικό για μένα… Θα ήθελα να με συγχωρέσεις, ξέρω ότι σου φέρθηκα απαίσια, θα ήθελα, αν γίνεται να με συγχωρέσεις. Να ξέρω ότι τουλάχιστον σε έναν άνθρωπο δεν φεύγω από αυτή τη ζωή κουβαλώντας ένα αιώνιο χρέος προς αυτόν. Θα με συγχωρέσεις;»

- «Κέι – Γιο, καταλαβαίνω όλα αυτά που λες, αλλά δεν γίνεται να σε συγχωρέσω…. Δεν γίνεται, απλά, ….. γιατί σε εμένα προσωπικά δεν χρωστάς απολύτως τίποτα. Η φιλοσοφία μου είναι να μην με ενδιαφέρει το τι άνθρωπος είναι ο άλλος. Ξέρω ότι ανάλογα με το αν είναι καλός ή κακός θα του έρχονται έτσι ανάλογα τα πράγματα σε αυτή τη ζωή. Ξέρω ότι θα συναντά ανθρώπους ομοίους που πρέπει να συναντήσει. Ξέρω ότι θα ζει καταστάσεις δύσκολες ή εύκολες, απόρροια των δικών του πράξεων. Πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να είναι καλός ή κακός, είναι δική του επιλογή.

Εγώ στη καλύτερη περίπτωση, αν μου το ζητήσει, αν καταλάβω ότι έχει ανοίξει τα αυτιά του, ότι μπορεί να διαβάσει αυτά που γράφω, θα του δώσω τη βοήθεια που χρειάζεται για να ξεπεράσει τη κατάστασή του. Είναι δικό του θέμα όμως να επιλέξει εάν θα καταλάβει. Έχει κάθε δικαίωμα να συνεχίσει να υποφέρει. Έχει κάθε δικαίωμα να συνεχίσει να ζει μία ανούσια ζωή, αδικώντας τους άλλους, και καταλαβαίνοντας ότι αδικεί και τον εαυτό του, ψάχνοντας να βρει μία ενδιαφέρουσα στιγμή στη ζωή του, ψάχνοντας να βρει έναν αληθινό φίλο, κάποιον που θα ανταλλάξει μια πραγματική κουβέντα, ψάχνοντας μια χαρούμενη στιγμή, στην άχαρη ζωή του.

Και εγώ φυσικά έχω κάθε δικαίωμα να ακολουθώ τη δική μου πορεία. Αυτός ας είναι όσο κακός θέλει να είναι, δεν μου χρωστάει τίποτα, με κάθε του κακή πράξη προς εμένα, μόνο τον εαυτό του βλάπτει ο ίδιος, μόνος του. Δεν δέχομαι να μου χρωστάει τίποτα, δεν τον κρίνω, γιατί τότε θα ήμουν εγώ δυστυχής, έτσι δεν με απασχολεί καν το θέμα. Άρα φίλε μου, εφόσον δεν μου χρωστάς τίποτα, δεν μπορώ να σε συγχωρήσω. Ωστόσο κάθε μας πράξη, γεννά μία συνέπεια, και κάθε τι που δίνουμε, στο τέλος φτάνουμε να αποκτάμε….»

Ο Δάσκαλος έμεινε για λίγο σιωπηλός, και με κλειστά μάτια συγκεντρωμένος σε κάτι….             




...





Σε λίγο φάνηκε ένα παράξενο τρίο: Ένας σκύλος, ένας γάτος και ένα ποντίκι, περπατούσανε λες σαν να ήταν μία παρέα και ήρθαν κοντά στον Δάσκαλο Σου – Τζέι. Αυτός, όντας σιωπηλός και ανέκφραστος φαινόταν σε κάτι συγκεντρωμένος, αλλά και τα τρία ζώα, δεν κάνανε τις συνηθισμένες τους κινήσεις, μοιάζαν σαν να άκουγαν κάτι ή μάλλον καλύτερα σαν να λαμβάνανε ένα είδος μηνύματος, γιατί φαινόντουσαν και αυτά συγκεντρωμένα.

Μόλις τελείωσε η …. συνεννόηση, τα τρία ζώα, σαν μία ομάδα πια, κατευθύνθηκαν προς το φυλάκιο. Ο πειρατής, που είχε τσούξει τα ποτηράκια του, ε τι βλάκας ήτανε αυτός να μην πίνει, στην αποψινή γιορτή, καθόταν νωχελικός στη καρέκλα. Το ποντίκι, σκαρφάλωσε στο κεφάλι του σκύλου, και ο σκύλος ήρθε κοντά στο σκοινί όπου κρεμόταν το κλειδί. Το σκοινί ήταν δεμένο στη ζώνη του πειρατή, και το κλειδί ακουμπούσε στη καρέκλα. Τότε το ποντίκι, άρχισε να ροκανίζει σιγανά το σκοινί, σε δύο λεπτά το είχε κόψει, ο γάτος παρέλαβε το κλειδί και με μαεστρία περισσή έπεσε μαζί του στο πάτωμα, χωρίς να ακουστεί απολύτως τίποτα, το έδωσε στο σκύλο, ο σκύλος το έβαλε στο στόμα του και τα τρία ζώα το φέρανε στον Δάσκαλο.

Ο Κέι – Γιο παρακολουθούσε το θέαμα τρίβοντας τα μάτια και αναρωτιότανε αν είναι ξύπνιος ή βλέπει όνειρο. Ο Δάσκαλος με επιδεξιότητα άνοιξε τη πόρτα, ίσα για να μπορεί να βγει έξω ο μελλοθάνατος. «Άντε Κέι – Γιο, τι περιμένεις, πάμε να φύγουμε!!!» Στις μύτες τους πατώντας προχώρησαν προς την έξοδο, εκεί ήταν ένας άλλος σκοπός, έπρεπε να αντιδράσουν αστραπιαία, το ποντίκι πέρασε κάτω από τα πόδια του, την ώρα που έσκυβε αυτός το κεφάλι για να το δει, ο γάτος πήδηξε πάνω στα μαλλιά του και άρχισε να τον ….. χτενίζει με τα νύχια του, τσαφίζοντας τον, πανικόβλητος αυτός άρχισε να προσπαθεί να διώξει το γάτο από πάνω του φωνάζοντας, ήταν τότε η σειρά του σκύλου να τον σπρώξει, ήταν εύκολο μια και ο πειρατής ήταν εκτός ισορροπίας.

Οι αιχμάλωτοι φύγαν τρέχοντας, ενώ από τη φυλακή βγαίναν οι πειρατές βρίζοντας και κραδαίνοντας τα όπλα τους «Εεεεε, γυρίστε πίσω!!» φώναξε ένας. – «Γιατί για να μας σφάξετε;», απάντησε ο πάντα ετοιμόλογος Δάσκαλος.
- «Μα που θα πάμε, πως θα τους ξεφύγουμε από το νησί;»
- «Ακολούθησέ με, προς τη θάλασσα!»
Σε λίγο φτάσαν στη παραλία, «Εμπρός, μπες μέσα, γρήγορα» φώναξε ο Δάσκαλος,
-«Μα….»
-«Δεν έχει μα, κολύμπα, φτάσε στα βαθιά…..»
-«Μα, θα πνιγούμε….»
- «Μη φοβάσαι, φτάσε στα άπατα και προχώρα»
Όταν οι πρώτες σφαίρες άρχισαν να σφυρίζουν πάνω τους, ο Κέι Γιο αισθάνθηκε μία παρουσία ανάμεσα στα πόδια του, μετά ένα τράνταγμα και αμέσως με μία μεγάλη ταχύτητα, άρχισαν να απομακρύνονται από τη στεριά, καβάλα ο καθένας τους σε ένα δελφίνι. Σε ένα λεπτό είχαν ξεφύγει πια από τον κίνδυνο και ταξίδευαν στην ανοιχτή θάλασσα.

Ο Κέι – Γιο δεν μπορούσε να πιστέψει στην αναπάντεχη σωτηρία. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, ενώ τα παιχνιδιάρικα δελφίνια βγάζαν τους ήχους τους, και ο Δάσκαλος ολοφάνερα πια όντας σιωπηλός, μιλούσε μαζί τους. Ο Κέι – Γιο αισθανόταν και αυτός τα κύματα αυτής της συνομιλίας, όχι με τα φυσικά του αυτιά, αλλά με την έξαψη της καρδιάς του.
«Τι θα κάνουμε, που θα πάμε;» είπε ο Κέι – Γιο.
-«Είμαστε ελεύθεροι να πάμε οπουδήποτε, αλλά καλύτερα όχι στη πόλη από όπου ήρθαμε, δεν είσαι και τόσο δημοφιλής εκεί. Ας κάνουμε μία νέα αρχή, ας μας οδηγήσουν τα δελφίνια σε ένα μέρος όπου οι άνθρωποι είναι ευγενικοί…»
- «Ναι, ας πάμε, θα δουλέψω, θα κάνω οτιδήποτε για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε…»
- «Μα για ποιο λόγο να δουλέψουμε, ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε για να δουλεύει.»
- «Μα πως θα ζήσουμε;»
- «Έχω αυτό για τα πρώτα μας έξοδα….» είπε ο Δάσκαλος, βγάζοντας από τη τσέπη του, το μαύρο μαργαριτάρι.
- «Μα πως τα κατάφερες; Έχουμε το μαύρο μαργαριτάρι;»
-«Φυσικά, θυμάσαι την ώρα που το διάλεξες και το μάζεψα από κάτω; Τότε το αντικατέστησα με ένα ψεύτικο, που μου έφερε ο γάτος. Δεν είναι ανάγκη πια να ξαναδουλέψουμε, ωστόσο, θα ήθελα να σου πω, ότι ο πατέρας σου, όταν μου είπε να σε βοηθήσω να βρεις το θησαυρό δεν εννοούσε αυτό το μαύρο μαργαριτάρι των πειρατών. Το μαύρο μαργαριτάρι ήσουν εσύ. Ήσουν εγκλωβισμένος στο φόβο, σε μία απαίσια συμπεριφορά προς τους ανθρώπους και λάτρευες το χρήμα, τώρα πια, μέσα από τη περιπέτειά μας, έφυγε σαν μαύρο σύννεφο αυτό, και είσαι ξανά αυτό που γεννήθηκες και πάντα ήσουν μέσα σου, ένας αντάξιος γιος του πατέρα σου, ένας άνθρωπος ευγενικός, συμπονετικός και καλόκαρδος. Δεν το κατάλαβες ακόμα ότι η μεγαλύτερη πηγή της μοναξιάς και της δυστυχίας σου ήταν ότι δεν το είχες εξωτερικεύσει μέχρι τώρα;»

Ο Κέι – Γιο δεν απάντησε, είχε κλείσει η φωνή του, είχε κλείσει τα μάτια του, και απολάμβανε πια το ταξίδι με την ολάνοιχτη, χαρούμενη καρδιά του…    
    





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου