Τα δύο παιδιά που έφερε στο φως
το Σιωπηλό Σύννεφο, είχαν μία ξεχωριστή μοίρα το καθένα. Το πρώτο παιδί το πήρε
ένας καλόγερος από τα μοναστήρια του Θιβέτ. Το αγόρι μεγάλωνε στο μοναστήρι, σε
αυτό το ασκητικό περιβάλλον, με δασκάλους του τους σοφότερους μοναχούς, αλλά
και τη Φύση γύρω του. Έλαβε το όνομα Φωτεινό Μονοπάτι και σιγά-σιγά διαμόρφωνε
το χαρακτήρα του. Αφού διάβασε τα βιβλία του μοναστηριού, αφού μίλησε με τους
σοφούς μοναχούς, αφού έμαθε όλα τα τυπικά του μοναστηριού, ζήτησε και άλλα από
τον ηγούμενο.
«Και άλλα; Τι άλλα; Δεν υπάρχουν
εδώ άλλα που μπορούμε να σου μάθουμε. Τι είναι αυτό που σου λείπει;» Του είπε ο
ηγούμενος. «Δε ξέρω, αλλά ότι ξέρω δε μου φτάνει» είπε το Φωτεινό Μονοπάτι.-
«Παιδί μου πρέπει να πας κάπου αλλού τότε» - «Αυτό θα κάνω Ηγούμενε». Το
Φωτεινό Μονοπάτι την επόμενη μέρα το πρωί χωρίς να πάρει τίποτα τράβηξε ίσια
για το μεγάλο Δάσος. Βρήκε ένα βολικό τεράστιο δέντρο που φαινόταν πολύ σοφό,
κάθησε στη σκιά του και του ζήτησε τη γνώση του. Δεν έλαβε καμία απάντηση, αλλά
επέμενε, η μέρα έδωσε τη θέση της στη νύχτα, και το Φωτεινό Μονοπάτι περίμενε.
Είχε εξασκηθεί στο διαλογισμό, απέμεινε χωρίς σκέψεις να περιμένει τη σοφία.
Μέσα στη νύχτα, και στη σιωπή του
νου, σε μία φάση που δεν ήταν ούτε ξύπνιος, ούτε κοιμισμένος ήρθε το πνεύμα του
δέντρου. –«Είναι μεγάλη η χαρά μου να δώσω τη γνώση και τη σοφία μου σε όποιον
ξέρει να ακούει», είπε το πνεύμα του δέντρου, τον άγγιξε στο μέτωπο και
πλημμύρισε ο νους του Φωτεινού Μονοπατιού με φωτεινές εικόνες, με ιστορίες, με
όλη τη γνώση που ήταν αποθηκευμένη στη Φύση και που φύλαγε το γέρικο δέντρο.
Επιστρέφοντας στο μοναστήρι ήταν
πια ένας φωτισμένος. Δεν επεδίωκε να κάνει θαυμαστά πράγματα, αλλά οτιδήποτε
έκανε ήταν ένα θαύμα. Μιλούσε στους επισκέπτες γνωρίζοντας τα ονόματά τους και
όλη την ιστορία τους. Οι περισσότεροι από αυτούς, ήταν οι ίδιοι οι δημιουργοί
της δυσάρεστης κατάστασης που βιώνανε και θέλανε θεραπεία. Τους έδινε τη
θεραπεία, τους έλεγε τι να προσέχουν πια, γνώριζε με ανεξήγητο πια τρόπο τα
πάντα. Βλέποντας στα μάτια του άλλου, έβλεπε και τις σκέψεις του και τη θέλησή
του. Το παρόν μπερδευόταν με το μέλλον και το μέλλον γινότανε παρόν. Το Φωτεινό
Μονοπάτι προφήτευε πλέον όλα τα μελλούμενα.
Κόσμος πολύς ερχόταν στο
μοναστήρι, για να θεραπευτούν, αλλά και για να ελαφρώσει η ψυχή τους. Το
Φωτεινό Μονοπάτι δεν χρειαζόταν καν να τους μιλήσει. Και μόνο το ότι τα πλήθη
έφταναν κοντά του, ήταν αρκετό για αυτούς για να ανακουφιστούν. Τους έλεγε: «Βάλτε
σαν πρώτο πράγμα στη ζωή σας την ένωση σας με το Φως, για αυτό γεννηθήκατε.
Είστε εσείς η γέφυρα που ενώνει το Θεό με τη Φύση, μέσα σας ζει ο Θεός,
μπορείτε να του μιλάτε, μπορείτε να τον αισθάνεστε κάθε στιγμή που αγαπάτε, αν
θυμάστε ότι και εσείς είστε ο Θεός, όλα μπορείτε να τα κάνετε, όλα μπορείτε να
τα δημιουργήσετε. Δεν χρειάζεστε τίποτα πέρα από αυτό. Κάθε δοκιμασία που
έρχεται είναι για να μπορέσετε να ξαναβρείτε το Θεό μέσα σας.»
Τα πλήθη ερχόντουσαν αλλά και
άνθρωποι που ήταν πλούσιοι και ηγεμόνες, μέχρι και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας της
Κίνας ζήτησε να τον δει. Το Φωτεινό Μονοπάτι έκανε λοιπόν το μεγάλο ταξίδι
μέχρι την κατοικία του Αυτοκράτορα για να παρουσιαστεί μπροστά του. Ήταν
ντυμένος σαν απλός καλόγερος και φτάνοντας σκονισμένος είπε το όνομά του στον
αυλάρχη, που επέβλεπε την είσοδο των επισκεπτών στο παλάτι του Αυτοκράτορα.
«Πως είπες παππούλη, σε λένε Φωτεινό Μονοπάτι και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας σου
έστειλε γράμμα να έρθεις να τον δεις; Ναι παππούλη αμέσως. Πήγαινε από κει, τη
πίσω πόρτα που είναι η κουζίνα, να ζητιανέψεις. Σίγουρα θα περισσεύει λίγο φαί,
για έναν σαλεμένο αγύρτη μοναχό» του είπε ο αυλάρχης γελώντας. «Τι θράσος Θεέ
μου, να ξεφουρνίζει παραμύθια ο κάθε ζητιάνος για να μπει μέσα. Σιγά μη βάλω
μέσα τον κάθε αλήτη. Τι άθλια και σκονισμένα ρούχα που είχε. Αν δεν ήταν
μοναχός, θα έβαζα τους στρατιώτες να του ρίξουν και καμία κλωτσιά» σκέφτηκε ο
αυλάρχης.
Το Φωτεινό Μονοπάτι με απόλυτη
ησυχία απομακρύνθηκε, δεν χρειάστηκε να ζητιανέψει στη κουζίνα, αφού μπορούσε
πια να μην τρώει καθόλου. Κάθησε λοιπόν απέναντι σε ένα δέντρο και περίμενε.
Ήταν ενδιαφέρον για αυτόν το πώς ερχόντουσαν ακόμα σκέψεις φόβου μέσα στο μυαλό
του: «Να κοίτα, τι βλάκας ήσουν που δεν πήρες μαζί σου το γράμμα του Αυτοκράτορα.
Τι θα κάνεις τώρα, τι θα απογίνεις; Θα πεθάνεις σε αυτό το ξένο μέρος.» Το
Φωτεινό Μονοπάτι με αγάπη φαντάστηκε ένα βιολετί φως να διαλύει το φόβο του.
Κατόπιν ήταν η σειρά της υπερηφάνειας του να έρθει: «Τι είναι για σένα να
κάνεις τον αυλάρχη να υποφέρει, αφού έχεις τη δύναμη να μπεις με τη βία στο
παλάτι, γιατί δεν χρησιμοποιείς τις δυνάμεις σου;» Με αγάπη και με συμπόνια
πάλι διέλυσε στο βιολετί φως και αυτές τις σκέψεις. Σίγουρα θα σεβόταν την
ελεύθερη βούληση του άλλου. Εξάλλου ο καθένας είχε δικαίωμα να κάνει λάθος. Ευχήθηκε
λοιπόν την επόμενη μέρα να μπορέσει να μπει στο παλάτι και ξεκουράστηκε
αμέριμνος και ευχαριστημένος που γνώρισε με αυτή την ευκαιρία λίγο ακόμα
καλύτερα τον εαυτό του.
Το βράδυ ο Αυτοκράτορας είδε ένα
παράξενο όνειρο: Εμφανίστηκε μπροστά του ο πατέρας του Αυτοκράτορα. Ο οποίος
είχε μείνει στην ιστορία σαν ένας πολύ καλός και ένδοξος Ηγεμόνας, αλλά στην
αλήθεια ήταν ένας στυγνός και αδυσώπητος τύραννος, που με δολοπλοκίες, με
σκληρότητα, ακόμα και με δολοφονίες είχε εδραιώσει τη κυριαρχία του. Και ο
ίδιος ο τωρινός Αυτοκράτορας σαν παιδί τον έτρεμε, όπως και όλοι οι υπήκοοι
άλλωστε. Ο πατέρας του φορούσε μαύρα ρούχα και ήταν λυπημένος. «Παιδί μου, τώρα
που πέρασα στην αντίπερα όχθη, μου έδωσαν οι σοφοί δάσκαλοι να καταλάβω το πόσο
μεγάλο κακό έκανα στη ζωή μου και στους υπόλοιπους ανθρώπους. Μετανιώνω για τη
σκληρότητα μου και επιθυμώ από εσένα να
μην ακολουθήσεις το δρόμο μου. Έξω από τη πύλη του παλατιού, κάτω από ένα
δέντρο θα βρεις έναν σοφό άνθρωπο. Άκουσέ τον. Κάνε μου αυτή τη χάρη, είναι ότι
σημαντικότερο μπορείς να κάνεις.»
Το πρωί ο Αυτοκράτορας ξύπνησε με
τη θύμηση αυτού του ονείρου και αμέσως βγήκε ο ίδιος με την ακολουθία του έξω
από τη πύλη. Κάτω από το δέντρο βρήκε το Φωτεινό Μονοπάτι. Αφού τον ρώτησε
ποιος είναι αμέσως τον κάλεσε ο ίδιος να μπει μέσα στο παλάτι επιτρέποντας τον
να περπατάει δίπλα του, συνήθεια που σήμαινε ότι τον αναγνώριζε σαν ίσο του,
και μόνο άλλοι αυτοκράτορες είχαν αυτό το προνόμιο. Όλοι οι υπόλοιποι, μαζί και
ο αυλάρχης, βρισκόντουσαν σε υπόκλιση. Την ώρα που περπατάγανε ρώτησε ο
Αυτοκράτορας: «Μα γιατί, έβγαλες τη νύχτα έξω στο δρόμο, και όχι στο καλύτερο
δωμάτιο; Πες μου, ήταν κάποιος που δεν σου επέτρεψε να εισέλθεις; Γιατί αν
είναι έτσι, αυτός ο άνθρωπος θα χάσει το κεφάλι του.» -«Όχι, μεγαλειότατε, με
δική μου θέληση παρέμεινα στο δρόμο για να μην σας ενοχλήσω.» απάντησε το
Φωτεινό Μονοπάτι.
Ο Αυτοκράτορας αναγνώρισε τη
σοφία του Φωτεινού Μονοπατιού και έγραψε νόμους που ελάφρυναν τη κατάσταση των
φτωχών. Για πρώτη φορά βγήκαν νόμοι όπου το κράτος εμφανιζόταν υποχρεωμένο να
εξασφαλίζει την ευτυχία των απλών ανθρώπων και όχι την στυγνή εκμετάλλευση τους
για όφελος των λίγων. Το Φωτεινό Μονοπάτι αφού βοήθησε σε αυτό το έργο,
ονομάστηκε αυτοκρατορικός σύμβουλος, με την αρμοδιότητα στο εξής να κάνει τον
τελικό έλεγχο σε κάθε βασικό μελλοντικό νόμο.
Μετά από καιρό ήρθε η ώρα να
φύγει από το παλάτι και να επιστρέψει στο μοναστήρι του. Δεν δέχτηκε να φορέσει
καμιά επίσημη φορεσιά, πέρα από το σκονισμένο και τριμμένο ράσο του. Δεν
δέχτηκε καμία βασιλική συνοδεία για το επικίνδυνο και μακρύ ταξίδι του, πέρα
από το ραβδί του. Φεύγοντας με τον ίδιο απλό και ήσυχο τρόπο που ήρθε, είδε να
τον περιμένει, έξω από τη πύλη του παλατιού, κάτω από το γνώριμό του δέντρο, ο
αυλάρχης. Φορούσε απλά χωριάτικα ρούχα. «Πάρε με μαζί σου Δάσκαλε, από τότε που
ήρθες κατάλαβα ότι μέχρι τώρα υποκρινόμουν ότι ζούσα.» - «Πάμε» του απάντησε το
Φωτεινό Μονοπάτι και μαζί προχώρησαν στο μεγάλο ταξίδι.
Περιμένουμε με λαχτάρα τα επόμενα.
ΑπάντησηΔιαγραφή