Μέσα
στη μυστική κοιλάδα στο Βουνό, ο καλόγερος
Σεκ που ονειρεύτηκε τη Μητέρα, τώρα ακολουθούσε μία ζοφερή μοίρα. Άντρες από
μία παράξενη αρχαία φυλή τον οδηγούσαν βίαια προς τον θάνατο. Και ο ίδιος ο Σεκ
αναρρωτιόταν, τι έφταιγε και του άξιζε μία τέτοια μοίρα. Αλλά από την άλλη
σκεφτόταν ότι δεν έκανε τίποτα κακό, απλά ακολουθούσε τον αέρα, και μία ηρεμία
ερχόταν έτσι στη καρδιά του.
-«Πως
έφτασες ως εδώ ξένε;» τον ρώτησε αυτός που φαινόταν επικεφαλής του Συμβουλίου.
-«Έφτασα
ακολουθώντας τον αέρα» είπε ο Σεκ.
-«Είχες
κάποιον άλλον μαζί σου;»
-«Όχι,
μόνο μερικά αθώα ζώα, που με οδήγησαν ως εδώ.»
-«Ξένε,
δεν έπρεπε να έρθεις εδώ. Εδώ είναι ένα μέρος ιερό και μυστικό για τους
υπόλοιπους ανθρώπους της λάσπης, όπως εσύ. Δεν μπορούμε να αφήσουμε να μας
μολύνεις με τη παρουσία σου! Ο νόμος μας προβλέπει για εσάς τους ανθρώπους της
λάσπης που τυχόν θα εισέλθουν, τον θάνατο!»
-«Έχεις
τίποτα να προσθέσεις, πριν την απόφαση του Συμβουλίου;»
Ο
Σεκ θυμήθηκε το παράξενο χθεσινό του όνειρο. «Ναι, θα ήθελα να πω στο
Συμβούλιο, ότι επιθυμώ να κριθώ από τη Μητέρα!»
…
Ήταν
σαν να έπεσε κεραυνός στο Συμβούλιο. Τα μέλη του, κοιτάζανε ολόγυρα και τον
ίδιο τον Σεκ με απορία.
-«Μα…,
πως γνωρίζεις εσύ, για την ιερή μας Μητέρα;» τον ρώτησε ο επικεφαλής.
-«Το
ιερό, υπάρχει σε κάθε τι ζωντανό, ακόμα και αν εσείς το βλέπετε λασπωμένο!»
απάντησε με θάρρος ο Σεκ.
«Να
πεθάνει τώρα αμέσως ο αυθάδης!» πετάχτηκε ένας Σύμβουλος με κακία.
-«Όχι!
Ο ξένος επικαλέστηκε την Μητέρα! Το Συμβούλιο δεν έχει πια δικαίωμα να κάνει
τίποτα πάνω του! Η απόφαση της ίδιας της Μητέρας είναι ότι πιο ιερό και ανώτερο
υπάρχει!» απάντησε ο επικεφαλής. «Πάμε αμέσως, για τη κρίση της Μητέρας».
Ο
δεμένος Σεκ, συνοδεία με τους στρατιώτες, μετά το Συμβούλιο και πλήθος κόσμου
κάναν μία μακάβρια πομπή. Τραβήξαν ίσια για το σημείο όπου κάποτε ήταν το
κέντρο του κρατήρα του αρχέγονου ηφαιστείου, που τώρα πια ήταν το μυστικό μέρος
που ζούσε η παράξενη φυλή.
Αυτό
το μέρος ήταν γεμάτο από άγριες κοφτερές μαύρες πέτρες, ένα μέρος που άχνιζαν
καπνοί ακόμα και μύριζε θειάφι, κάπως έτσι θα μπορούσε να είναι η ίδια η
κόλαση. Στο κεντρικότερο σημείο υπήρχε μία παράξενη φωτιά, που έκαιγε συνεχώς,
ψηλή όσο 3 άνθρωποι, που είχε ωστόσο ένα παράξενο χρώμα, δεν είχε το κόκκινο
της φωτιάς, αλλά ένα χρώμα που θα έλεγες ότι πλησίαζε περισσότερο προς το μωβ.
Ο
επικεφαλής πήρε από κάτω ένα κομμάτι ξύλο, και με δύναμη το έριξε στη φλόγα.
Αυτό εισερχόμενο στη Φλόγα, κάηκε ακαριαία, γινόμενο αμέσως ένα ιώδες σύννεφο,
που ανέβηκε προς τα πάνω. Ήταν φανερό ότι αυτή η Φλόγα δεν ήταν μία συνηθισμένη
φλόγα.
Ο
επικεφαλής είπε: «Μητέρα! Κρίνε αυτόν που θα εισέλθει μέσα στη Φλόγα σου!»
κάνοντας νεύμα παράλληλα στον φρουρό δίπλα από τον Σεκ.
«Ήρθε
η ώρα σου να πεθάνεις» του είπε ο Φρουρός, σπρώχνοντας τον με τη λόγχη του για
να προχωρήσει. Ο Σεκ δεμένος με σκοινιά, προχωρούσε δύσκολα, έχοντας τη λόγχη
του φρουρού στη πλάτη του.
Με
κάθε του βήμα πλησίαζε τη μωβ φλόγα, τώρα πια ο ήχος της σκέπαζε κάθε άλλο ήχο.
Ήταν ο χαρακτηριστικός ήχος της φωτιάς, αυτός που άκουγε, αλλά μέσα του είχε
και τον ήχο του αέρα, που ζωντάνευε τη Φλόγα.
Ώσπου
ο Σεκ, έφτασε ένα βήμα πριν τη Φλόγα, η ζωή του γύρισε αντίστροφα σε μια στιγμή
στο νου του, και με ένα τελευταίο βήμα, μπήκε μέσα στη Φλόγα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου