Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΔΡΥΟΚΟΛΑΠΤΗΣ





Κάθε αρχή φθινοπώρου πήγαινα στο μεγάλο δάσος, εδώ στο ιερό της Φύσης, την Ευρυτανία, για να συμπληρώσω τα καυσόξυλα με μερικά λιανά και πεσμένα υπολείμματα υλοτομίας. Ήταν προχωρημένο πρωί όταν ξεκίνησα με το παμπάλαιο αγροτικό μου για την … επιχείρηση.

Πήγα στο χωριό που βρίσκεται αμέσως ανατολικά από τη πόλη, που ολόγυρά του έχει δάση πολλά, όπου έλπιζα να βρω κάτι. Η ώρα είχε ήδη περάσει και θα με βάραγε ο ήλιος και οι μύγες. Είχα υπόψη μου ένα δασικό δρόμο που θα ‘παιρνα ψάχνοντας. Σε μία ανηφόρα, άσφαλτο, που ανέβαινε αγκομαχώντας και χαλώντας τον κόσμο ο αγρότης μου, προσπέρασα έναν ηλικιωμένο πεζό κύριο.

Ήταν πολύ μεγάλος σε ηλικία, φορούσε ρούχα της δουλειάς, φαινόταν πολύ ταλαιπωρημένος και με εντυπωσίασε κάτι που δεν είχα ξαναδεί. Είχε φορτωμένο στη πλάτη του ένα τσουβάλι, το οποίο δεν κράταγε καθόλου με τα χέρια του, αλλά η άκρη του ήταν δεμένη στο μέτωπό του. Καθώς τον πέρασα, πρόσεξα το βλέμμα του: Μία στωικότητα και μία γαλήνη που δίνει μια ζωή πόνο και κάματο.

Κρίμα να πηγαίνει με τα πόδια, σκέφτηκα, αλλά αν ήθελε κάποιον να τον μεταφέρει, θα ήταν σταματημένος και θα έκανε σινιάλο στα αμάξια, άρα είχε επιλέξει να κάνει τη μοναχική πορεία του. Συνέχισα το δρόμο μου και έστριψα στο πρώτο χωματόδρομο, αυτόν που θα αναζητούσα για ξύλα. Καθώς λιγόστεψα το γκάζι, αναζητώντας σημάδια από ελατοκορφάδες ή από σουρσίματα κορμών στο έδαφος, ένιωσα μία αυταρέσκεια και μία δύναμη βασισμένη στο όχημα που είχα, και αμέσως μία ενοχή. «Μα πως μπόρεσα και άφησα το γεροντάκι αβοήθητο;» μια φωνή που βγήκε όχι από το μυαλό, αλλά από τη καρδιά μου, με έκανε να κοκαλώσω το αυτοκίνητο και να κάνω αναστροφή.

Ευτυχώς τον βρήκα λίγο πιο πάνω εκεί στην ανηφόρα που τον είχα δει. Ξαναγύρισα το αμάξι προς τη κατεύθυνσή του, προς τα πάνω, σταμάτησα δίπλα του και από το παράθυρο του είπα: «Μπορώ να σας πάω κάπου;» Μία έκφραση απορίας ζωγραφίστηκε στο βλέμμα του: «Μα πάω μέσα στο δάσος, εσείς που πάτε;» - «Παππού, πάω ακριβώς εκεί που πας, δεν με βγάζεις από το δρόμο μου, θα σε πάω όπου χρειάζεται.»

Με συστολή, φόρτωσε στη καρότσα το τσουβάλι του, και ήρθε στη καμπίνα. Συστηθήκαμε. Κυρ Παναγιώτης το όνομά του. Με ρώτησε το επάγγελμά μου. Με αποκαλούσε «κύριε καθηγητά», εμένα που θα μπορούσε να με έχει εγγόνι του, και με έφερνε σε άβολη θέση μιλώντας μου στο πληθυντικό. «Πάω να σχίσω ξύλα…, είναι σε μακριά κομμάτια…, όπως τα φέρνουν τα ζώα…, και εγώ τα σχίζω στη μέση…, θα τα φορτώσει το παιδί.»

Μου είπε να στρίψω στον ίδιο χωματόδρομο που είχα σκοπό να πάω, και τότε ένιωσα ότι δεν είχα παρακάμψει από το δρόμο μου, αλλά αντίθετα ο κυρ Παναγιώτης ήταν μέρος του δρόμου μου, εκείνη την ημέρα. Σε λίγο φτάσαμε σε ένα μέρος με ξύλα σωριασμένα με τάξη σα στρατιωτάκια. Από τη μία τα σχισμένα από την άλλη τα ολόκληρα. Εκεί ήταν το εργοτάξιό του. «Κυρ Παναγιώτη, σίγουρα μπορείς;» - «Ναι, βέβαια» είπε ντροπαλά.

Κατέβηκα για να ξεφορτώσω από τη καρότσα το τσουβάλι του. Ήταν τόσο βαρύ που μου έκοψε τα χέρια. Είχε μέσα βαριά και σφήνες, ξύλο και σίδερα ήταν τόσο δουλεμένα, τόσο στρογγυλεμένα, που λες και δεν υπήρχαν ακμές στα εργαλεία. Τον αποχαιρέτησα. Πήγα 500 μέτρα πιο πέρα, όπου είχε κάτι μισοσάπια υπολείμματα από τη μια, κάτι κλωνάρια από την άλλη.

Δούλευα το μικρό αλυσοπρίονο, και όταν σταμάτησα για να μεταφέρω τα ξύλα, το άκουσα: Ένα αργό, ρυθμικό, τακ…. τακ….. τακ…… Ήταν μία παρέα που είχα εκείνο το σιγανό χτύπημα της βαριάς στην σφήνα, λες και ο τελευταίος δρυοκολάπτης, αποχαιρετούσε ένα-ένα, τα πλάσματα του δάσους που αγάπησε.

Φεύγοντας, ήταν ακόμα εκεί, επί το έργον. «Πως τα πήγατε;» ρώτησε, αν και σίγουρα βλέποντας τη καρότσα μου, δεν χρειαζόταν να ρωτήσει. «Α, όχι εγώ θα μείνω εδώ να συνεχίσω, θα με πάρει το παιδί. Να πάτε στο καλό.»
Μετά από μερικές μέρες, ξαναπέρασα από το ίδιο σημείο του δάσους. Ο κυρ Παναγιώτης εκεί, στο πόστο του. Τον χαιρέτησα. Με ευγένεια με πληροφόρησε ότι το γκρέιντερ που καθάρισε χθες το δρόμο, έριξε ένα μικρό έλατο, «στρίψτε δεξιά, κύριε καθηγητά, ένα χιλιόμετρο πιο κάτω, στο αριστερό σας χέρι».

Πραγματικά, ήταν εκεί. Ένα εύκολο, έτοιμο φορτίο.

Όταν έρχεσαι σε επαφή με έναν άνθρωπο, σου μπαίνει μέσα σου κάτι από αυτόν. Από τον κυρ Παναγιώτη, ήταν μία ευγενής αξιοπρέπεια…                 

Εικόνα: http://stakaly.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου