Το
αγόρι ανέβαινε το λασπωμένο ανήφορο, υπό βροχή, ξυπόλητο, ρακένδυτο,
ξαμαλλιασμένο, σαν ξεχασμένο ξωτικό. Ήταν μουσκεμένο μέχρι το κόκκαλο, σε αυτή
τη πορεία του μέχρι το βουνό. Ζούσε μία φοβερή ένταση, που δεν οφειλόταν στο
φθινοπωρινό μπουρίνι. Το πρόσωπο του ήταν σκαμμένο από τα κλάματα, τα μάτια του
κατακόκκινα. Είχε φτάσει πια στα ομαλά του βουνού, αριστερά ήταν οι λάκκες και
το κονάκι του τσοπάνου του πατέρα του. Δεξιά…., ο γκρεμός. Το αγόρι έστριψε
δεξιά με αποφασιστικότητα.
Μόλις
έζησε τη πρώτη του εβδομάδα στο Γυμνάσιο. Υποτίθεται ότι τον είχε στείλει ο
πατέρας του για να μάθει γράμματα, να γίνει ένας καλύτερος άνθρωπος, να μην
γίνει και αυτός ένας τσοπάνης. Αυτό που έζησε ωστόσο ήταν ο απόλυτος
εξευτελισμός. Το παρατσούκλι του για τα επόμενα χρόνια θα ήταν: «Ο ΞΥΠΟΛΗΤΟΣ».
Τα πιο θρασειά αγόρια του τη πέφτανε ανοιχτά, κοροϊδεύοντας τον «Ξυπόλητε!
Ξυπόλητε! Ουστ από δω!», αυτοί που τους παρατρέχανε, κάνανε τη χορωδία. Ακόμα
και τα κορίτσια κοιτάγαν τα πόδια του, και αποστρέφαν το βλέμμα τους από αυτόν.
Το αγόρι αισθανόταν μία μαχαιριά στη καρδιά του σε κάθε τέτοιο υποτιμητικό
βλέμμα.
Ήταν
περήφανος όμως, δεν θα έκλαιγε μπροστά τους, ούτε θα γινόταν χαφιές να τον
προστατέψουν οι Δασκάλοι. Θα μπορούσε να σφάξει σαν τραί, έναν από αυτούς, αλλά
δεν ήταν φονιάς. Το μοναδικό που του απέμενε ήταν να κλαίει, σιγανά, κάτω από
τα σεντόνια, να μην τον ακούσουν τα άλλα παιδιά εκεί που κοιμόταν σε έναν
κατάμεστο θάλαμο της Μαθητικής Εστίας. Δεν θα ζητούσε λεφτά από τον πατέρα του.
Ήξερε ότι δεν είχε μαζέψει ακόμα τα λιβαδιάτικα*. Ποτέ δεν του είχε ζητήσει
λεφτά. Αφού έβλεπε ότι δεν είχαν τον ήλιο μοίρα σε αυτή τη παλιοζωή. Για αυτούς ήδη ήταν μεγάλη θυσία που
στερήθηκαν από τις δουλειές του κοπαδιού το μεγαλύτερό τους παιδί.
Εδώ
στο βουνό, το αγρίμι είχε έρθει στην έδρα του. Το βουνό ήταν η δύναμή του. Εδώ
είχε αποφασίσει να αφήσει και τη ζωή του. Δεν άντεχε άλλο τις ταπεινώσεις,
καλύτερα νεκρός παρά περίγελος…. Πήρε αργά τρεις βαθιές ανάσες αποχαιρετώντας
αυτό τον κόσμο. Ω τι υπέροχος που ήταν ο αγέρας του βουνού. Σκέφτηκε ότι από δω
και πέρα, τα ελάτια θα είναι οι καλύτεροι φίλοι και σύντροφοί του, και
προχώρησε προς το κενό…..
….
Αφού
έκανε ένα βήμα, ΚΑΤΙ τον σταμάτησε και δεν μπορούσε να κάνει άλλο. Σαν να είχε
χάσει τον έλεγχο του σώματος του και αυτό έμενε παραλυμένο. «Ποιος με κρατάει;»
ψέλλισε.
-
«Εγώ είμαι, ο Άγγελος σου, ο προσωπικός φίλος και συνοδοιπόρος σου σε όλη σου
αυτή τη ζωή.»
Το
αγόρι σαν να ξεχώριζε ένα χαρούμενο φωτεινό ανθρώπινο περίγραμμα με κάτι
μεγάλες ολόχρυσες φτερούγες από πάνω του.
-
«Και γιατί ανακατεύεσαι σε ότι κάνω; Σου ζήτησα εγώ κάτι τέτοιο;»
-
«Μα αυτή είναι η εργασία μου, ο προορισμός μου. Και ναι, το συμφωνήσαμε αυτό
πριν γεννηθείς, ότι θα σε φυλάω και θα σε βοηθάω από τη γέννησή σου, μέχρι να
επιστρέψω τη ψυχή σου, εκεί που ξεκίνησε αυτό το ταξίδι…»
-
«Φίλε, δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο, και από την άλλη, εσύ δεν ξέρεις τι είναι να σε
κοροϊδεύουν και να σε λένε ξυπόλητο.»
-
«Μα ναι φίλε μου, ξέρω τι είναι να σε κοροϊδεύουν και να σε λένε ξυπόλητο.
Είμαι κάθε στιγμή μέσα σου, δίπλα σου. Μοιράζομαι τα συναισθήματα σου, με τη
διαφορά,……… ότι εγώ μπορώ να κλαίω….. Βλέπεις, δεν με βλέπουν εμένα. Κάθε φορά
που πονάς, πονάω. Κάθε φορά που χαίρεσαι, χαίρομαι, κάθε φορά που λυπάσαι,
λυπάμαι, και μοιράζομαι μαζί σου αυτό το φορτίο. Αν δεν είχες κάποιον να το
μοιραστείς, δεν θα το άντεχες, θα είχες ήδη πεθάνει.»
-
«Ένα ζευγάρι παπούτσια…….. μπορείς να μου δώσεις;»
-
«Είμαι από φως και όχι από ύλη…. Μπορώ να σου μιλήσω όμως, μπορώ να σου πω ότι
για να είσαι ευτυχισμένος, δεν χρειάζεται να έχεις ούτε ένα ζευγάρι παπούτσια,
ούτε μία ολάκερη περιουσία. Χρειάζεσαι μόνο να είσαι ΕΔΩ»
-
«Εγώ θέλω τα παπούτσια!»
-
«Όπως θέλεις, αλλά εγώ πρέπει να σε ενημερώσω ότι έχεις πάρα πολλά ακόμα
γραμμένα να κάνεις στη ζωή σου, έχεις πολλούς ακόμα ανθρώπους να γνωρίσεις,
πράγματα να καταφέρεις. Αν θέλεις πέφτεις στο γκρεμό. Εγώ όμως έπρεπε να σε
ενημερώσω….»
-
«Παπούτσια,…. Θα αποκτήσω;»
-
«Ναι, βέβαια, και πολλά ακόμα πράγματα.» και εξαφανίστηκε χαμογελώντας ο
Άγγελος.
Μετά
από αυτή τη συζήτηση με τον Άγγελο, είχε εξαφανιστεί το μαύρο σύννεφο στη
καρδιά του αγοριού, που το έσπρωχνε στο γκρεμό. Είχε ξαναμεταμορφωθεί στο
αγρίμι του λόγγου που ήτανε. Το αγρίμι δεν φοβότανε, θα τα κατάφερνε πάντα.
«Θα
τους δείξω εγώ!» είπε, με αυτοπεποίθηση πια, το αγόρι και τράβηξε για το κονάκι
του πατέρα του….
*
(Τα λιβαδιάτικα είναι τα ενοίκια τα οποία θα έπρεπε να πληρώνει ο κτηνοτρόφος
για τα βοσκοτόπια του κάμπου, όπου θα ξεχείμαζε το κοπάδι του.)
....
....
Το
αγόρι αφού ξεπέρασε εκείνη τη δύσκολη στιγμή, που παραλίγο να αυτοκτονήσει,
ενεργοποίησε μία δύναμη, χαρακτηριστική της φυλής μας, που μας επέτρεψε να
έχουμε παραμείνει ζωντανοί, να συνεχίζουμε τη προσπάθεια αν και βλέπουμε όλα να
χάνονται, πιάνοντας την καθημερινή επιβίωση χωρίς να γνωρίζεις αν αύριο είσαι
ζωντανός, αλλά εσύ να πορεύεσαι και να μάχεσαι. Ξύπνησε μέσα του μια δύναμη που
επέτρεψε στους προγόνους μας να δημιουργήσουν πολιτισμούς, να ξεχυθούν στο
άγνωστο με τα καραβάκια τους, να αντιμετωπίζουν τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, να
υποστούν κινδύνους και ταπεινώσεις, αυτοί όμως να προχωράνε, πρωτοπόροι σε μέρη
χωρίς χάρτη.
«Θα
τα καταφέρω!» σκεφτόταν το αγόρι σε κάθε μία ταπείνωση που του κάνανε,
γεννώντας μέσα του τη ψυχική και τη σωματική δύναμη για να μπορέσει να
ξεπεράσει κάθε δυσκολία, ανέπτυξε μέσα του το θράσος ότι ναι, μπορεί να κάνει
τα πάντα αν χρειαστεί, απέναντι σε αυτούς τους κουραμπιέδες που ζήσανε μία
άνετη ζωή, και μένουν άχαροι και ανώριμοι να μην καταλαβαίνουν τον άλλους και
τον εαυτό τους. Όταν πλέον μέσα του αντιμετώπισε και τον ίδιο του το φόβο, και
τον κοίταζε σαν ένα γνωστό του πρόσωπο πια, συνειδητοποίησε ότι δεν υπάρχει
περίπτωση να μην τα καταφέρει.
Χρησιμοποίησε το μυαλό, τη σκληρή δουλειά του, την οικονομία του, την
εκμετάλλευση κάθε ευκαιρίας, κάθε ανθρώπου, ναι, έπρεπε να τα καταφέρει, και
χρόνο με το χρόνο τα κατάφερε. Το αγόρι γινόμενο άντρας πια, απέκτησε μία
περιουσία, που συνεχώς αυξανόταν.
Πέρασαν
τα χρόνια και το αγόρι έγινε πια ένας Κύριος. Όποτε περνούσε από τη πλατεία, οι
παλιοί συμμαθητές του, οι ίδιοι αυτοί που τον κοροϊδεύανε ξυπόλητο κάποτε, τώρα
σηκωνόντουσαν με σεβασμό για να τον
χαιρετήσουνε, να του σφίξουν το χέρι, να του πούνε έναν καλό λόγο. Βλέπεις, ο κύριος
είχε πια λεπτά, πολλά λεπτά, και όλοι στη πόλη είχανε την ανάγκη του. Τα λεφτά
και η περιουσία όμως είχαν φέρει και μία παρενέργεια, μία αρρώστια: Ο κύριος
ασχολούταν μόνο με το πώς θα αυξήσει την περιουσία του, ξεπουλώντας την
συνείδησή του, τα συναισθήματά του, τις σχέσεις του, τους άλλους ανθρώπους, τα
όνειρά του. Όλα είχαν μία αξία, τη μεγαλύτερη αξία ωστόσο είχε το κέρδος.
Για
το κέρδος άφησε τη κοπέλα που τον αγάπησε και την αγαπούσε, γιατί ήταν φτωχή,
δεν τον συνέφερε βλέπεις να τη πάρει, είχε πολύ καλύτερη πρόταση….
Για
το κέρδος φερόταν σα σε σκύλο σε κάθε άτομο του προσωπικού του. «Καλύτερα σε
σέβονται όταν σε φοβούνται, εξάλλου το προσωπικό είναι για εκμετάλλευση, όχι
για φιλίες!» ήταν το δόγμα του.
Για
το κέρδος κάλεσε το συμβολαιογράφο απόψε στο σπίτι του…
Του
είχε τραπέζι…., βλέπεις, κολακευόταν ο κύριος να κάνει επίδειξη ισχύος στα
σημαίνοντα πρόσωπα της πόλης του. «Φάε από τη γαλοπούλα κύριε Ματθαίο! Πιες από
το κρασί μου, θα δεις ότι τέτοιο κρασί δεν έχεις ξαναπιεί!», είπε στον
Συμβολαιογράφο. «Φέρτε κι’ άλλο κρασί! Κι’ άλλο κρέας! Τι τα φτιάξαμε; Για να
τα φάμε, και να τα πιούμε!». Μιλούσε συνεχώς με στόμφο ο κύριος, έλεγε τη
χιλιοειπωμένη ιστορία του, πως ξεκίνησε, πόσο δούλεψε, πόσο αγωνίστηκε για να
φτάσει αυτό που είναι σήμερα, ο πλουσιότερος άνθρωπος της πόλης, και πάντα με
συγκίνηση τελείωνε με το ρεφραίν: «Ξέρεις πως με φωνάζαν οι συμμαθητές μου;………….
- Ο Ξυπόλητος!» έλεγε, ενώ αληθινά δάκρυα συγκίνησης, έτρεχαν στα μάγουλά
του.
«Αρκετά,
σε κούρασα με την ιστορία μου, κύριε Ματθαίο! Εδώ ωστόσο, έχουμε μία σοβαρή
ιστορία και για αυτό σε κάλεσα απόψε….. Πρόκειται για τη κόρη μου! Με παράτησε,
με πρόδωσε, θέλω να την αποκληρώσω! Έμπλεξε με αυτόν τον προικοθήρα, το χαμένο
κορμί, τον αλήτη, και έφυγε και με παράτησε! Άκου εκεί, αγαπηθήκαν τα παιδιά….. Με ποιο δικαίωμα κυρία μου αγαπηθήκατε;
Εμένα τον πατέρα σου με ρώτησες; Εγώ ήδη έχω δώσει το λόγο μου, στο χασάπη τον
κυρ Παναγιώτη που έχει 3.000 γελάδια. Ήδη έχουμε συμφωνήσει να φτιάξουμε
συνεταιρικά ένα μεγάλο σφαγείο και μαζί και έναν γάμο και αυτή σηκώθηκε και
έφυγε επειδή αγάπησε λέει; Όχι, θα τιμωρηθεί και αυτή και ο αλήτης που έφυγε
μαζί. Θα του κάνω μήνυση για απαγωγή, για κλοπή κορασίδος»
- «Μα,
όλοι ξέρουν ότι τα παιδιά κλεφτήκανε»… ψέλλισε ο Συμβολαιογράφος….
- Με
άγριο μάτι απάντησε ο κύριος: «Κατά πρώτον ΕΓΩ είμαι το θύμα και ο παθών, τα
δικά μου συμφέροντα θίγονται με αυτή την απαγωγή, και κατά δεύτερον ο σκοπός
μου είναι να τους τρέχω στα δικαστήρια, να πάει αυτός ο αλήτης φυλακή, έχω τον
τρόπο μου να το καταφέρω…. Και μετά, αυτή η χαμένη θα έρθει γονατιστή πίσω να
ζητήσει συγνώμη και … να πάρει το χασάπη! Αύριο θα έρθω, ετοίμασε τα χαρτιά,
θέλω πράξη αποκλήρωσης, θέλω εξώδικα, θέλω μηνύσεις! Τελείωσε! Αφού θέλουν
πόλεμο, θα τον έχουν!»
Είχε
περάσει πια η ώρα του δείπνου, έφυγε ο καλεσμένος, και ο κύριος ζαλισμένος από
το πιοτό, έπεσε για ύπνο. Ένας ύπνος βαρύς, που και σε αυτόν επαναλαμβανόταν η
ιστορία του: Πως τα κατάφερε, αυτός, που κάποτε ήταν ξυπόλητος….
……..
Ωστόσο,
αυτό το βράδυ ήταν διαφορετικό, μία απρόσμενη επίσκεψη ήρθε στο όνειρό του.
Ήταν ο Άγγελος του, που γέμισε φως τις σκιές των ονείρων του, τον ακούμπησε
μαλακά στον ώμο του, και του είπε: «Ξύπνα φίλε μου αγαπημένε, έρχεται η ώρα
σου, ήρθα να σε πάρω…..»
....
Ο
κύριος άνοιξε τα μάτια του και ξύπνησε μέσα εκεί, στο όνειρό του. Ο Άγγελος
του, είχε γεμίσει με φως το σκοτεινό μέρος όπου ονειρευόταν, και με έκπληξη τον
κοίταξε. «Ήρθες πολύ νωρίς, πολύ ξαφνικά για να με πάρεις, δεν σε περίμενα….»,
είπε ο κύριος.
-«Και
όμως αγαπημένε φίλε μου, εγώ ΠΑΝΤΑ είμαι δίπλα σου και σου μιλάω, πάντα
περιμένω να ανοίξεις τη καρδιά σου για να τη γεμίσω ευτυχία από τον κόσμο μου,
αλλά εσύ δεν με άκουγες τόσα χρόνια. Στο μυαλό σου είχες λογαριασμούς για το
κέρδος, και αλλοίμονο, τη καρδιά σου την είχες κλείσει συνειδητά, και το μόνο
που είχες αφήσει σαν συναίσθημα ήταν η άγρια χαρά σου κάθε φορά που κατάφερνες
να κερδίσεις και άλλα λεφτά…. Η ικανοποίηση σου ότι τα κατάφερες, ότι είσαι
κάποιος….»
- «Όχι
δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό! Θα καταστρέψεις αυτή τη στιγμή, ότι με κόπο
δημιούργησα μια ζωή. Μα πως μπορείς να μου το κάνεις αυτό; Κοίταξε, στο υπόγειο
του σπιτιού μου έχω ένα μπαούλο με χρυσές λίρες. Είναι σχεδόν γεμάτο, τρία
δάχτυλα ακόμα θέλει για να γεμίσει. Έθεσα σαν σκοπό της ζωής μου να το γεμίσω.
Έχω μία συμφωνία στα σκαριά, θα φτιάξω συνεταιρικά ένα μεγάλο σφαγείο, μαζί και
έναν γάμο, πως μπορείς να μου το κάνεις αυτό; Πως μπορείς να καταστρέψεις την οικονομία
μιας πόλης και την ευτυχία δύο μελλόνυμφων; Έχω στα σχέδια να φτιάξω ένα μεγάλο
Ξενοδοχείο, μαζί και Σαλέ, πως θα γίνει; Αν με πάρεις, δεν θα γίνει αυτό.
Ξέρεις πόσοι άνεργοι θα βρουν δουλειά; Ξέρεις πόσο θα αναπτυχθεί ο τουρισμός
από αυτό;»
- «Φίλε
μου αγαπημένε, η Ψυχή σου όταν αποφάσισε να πάρει σώμα και να κατέβει σε αυτή
τη συχνότητα, θέλησε να δει αν θα τα καταφέρει παρ’ όλες τις αντιξοότητες, να
κάνει έναν αγώνα ενάντια σε όλη αυτή τη πλάνη. Κάποια στιγμή, τελειώνει αυτή η
δυστυχία και η μιζέρια, και επιστρέφει εκεί από όπου ξεκίνησε…»
-
«Ποια δυστυχία άνθρωπε μου; Εγώ μια χαρά ευτυχισμένος είμαι!»
-
«Άγγελος είμαι φίλε μου, όπως και εσύ….. κάπου αλλού….»
-
«Ότι και να σαι, εγώ θέλω να μείνω! Μην με πάρεις! Έχω υποθέσεις να
τακτοποιήσω, έχω να στρογγυλέψω τη περιουσία μου, έχω ….. σοβαρά πράγματα
υψίστης σπουδαιότητας να ολοκληρώσω!»
-
«Φίλε μου,….. δεν καταλαβαίνεις; Ήρθε
η ώρα σου.»
-
«Τι ώρα και ξεώρα; Τι θα πάθετε εκεί στο παράδεισο αν αργήσει κάποιος λίγο να
φτάσει;»
-
«Κατά πρώτον φίλε μου, εγώ δεν σου είπα τίποτα για κόλαση και για παράδεισο, και
κατά δεύτερον ο χρόνος είναι ένα εντελώς σχετικό πράγμα. Εσείς έχετε, εμείς δεν
έχουμε καν την έννοια του χρόνου στο κόσμο μας.»
-
«Βλέπεις λοιπόν; Δε σου κοστίζει απολύτως τίποτα να περιμένεις λιγάκι!»
-
«Χαχαχα και πόσο είναι αυτό το λιγάκι που θέλεις σαν παράταση χρόνου;»
-
«Ε, τίποτα μωρέ, ας πούμε 10 χρονάκια ακόμα…. Θέλω 10 χρόνια για να τακτοποιήσω
τις εκκρεμότητες μου»
Ο
Άγγελος χαμογέλασε, και με μία αποφασιστική κίνηση, κούνησε το δεξιό του χέρι,
αλλάζοντας τη πραγματικότητα του ονείρου που βρισκόντουσαν, σαν να άλλαξαν τα
πάντα, μέσα από μία νεφελώδη μορφή. Μεμιάς μεταφέρθηκαν στο βουνό, σε ένα
γνώριμο μέρος, δίπλα στο κονάκι του πατέρα του, στο γκρεμό….
-«Θυμάσαι
φίλε μου αυτό το μέρος; Θυμάσαι που εδώ δεν σε άφησα να πέσεις στο γκρεμό, όπως
είχες αποφασίσει κάποτε, μη αντέχοντας τη κοροϊδία των συμμαθητών σου για το
ότι ήσουν ξυπόλητος;»
-«Βρε
κάτι πράγματα που θυμάσαι τώρα………, ανόητα παιδικά πράγματα, ακούς εκεί, να
πηδήξω στο γκρεμό για ένα ζευγάρι παπούτσια…. Δεν είναι ανάγκη να καθόμαστε
στην άκρη του γκρεμού όμως……., μη φυσήξει κανένας αέρας και έχουμε κανένα
ατύχημα. Καλά εσύ, έχεις τις φτερούγες σου, εγώ όμως; Θα σκάσω σαν καρπούζι
κάτω….»
-«Θα
σου κάνω ένα δώρο για να μπορέσεις να αποφασίσεις καλύτερα, πόση παράταση
χρόνου θέλεις ακόμα στη ζωή σου, που εγώ βλέπω σαν μίζερη σκοτεινή δυστυχία. Θα
σε ρίξω από το γκρεμό, θα σου δείξω πως είναι ο κόσμος μου, δίνοντας σου τον
θάνατο….»
-«Αμάν
βρε παιδάκι μου με αυτή σου την εμμονή για το θάνατο. Εδώ σου λέω ότι
χρειάζομαι και άλλο χρόνο και εσύ μπαμ μπαμ αμέσως καπούτ. Κάτσε να το
διαπραγματευτούμε λίγο το πράγμα….. Μη, μη σε βλέπω να κάνεις κινήσεις, κάτσε
φρόνιμα, είπα δεν θέλω, δεν είμαι έτοιμος να ταξιδέψω ακόμα…. Μηηηηηηηηη….»
Ο
Άγγελος χαμογελώντας, σηκώθηκε στον αέρα, σπρώχνοντας τον κακόμοιρο τον κύριο
στο κενό…..
....
....
Ο
κύριος ένιωσε τον αέρα να στροβιλίζεται στα αυτιά του, καθώς έπεφτε στο κενό,
και λίγο πιο μετά, ακαριαία, το σώμα του τσακίστηκε κάτω στο γκρεμό.
….
«Ουφ,
τι ανακούφιση ήταν αυτή, επιτέλους!» άκουσε τον εαυτό του να λέει καθώς
σηκωνόταν ψηλά. Και όντως αισθανόταν τόσο υπέροχα, τόσο ανάλαφρα, όσο ποτέ πριν
ξανά δεν είχε νιώσει, λες και απαλλάχτηκε από τόνους βάρους. «Πως μπορούσα και
βρισκόμουν μέσα φυλακισμένος σε αυτό το μικρό, άβολο σώμα; Επιτέλους βγήκα έξω
από αυτό.»
Πιο
πάνω συνάντησε τον Άγγελο που τον περίμενε. Και τότε συνειδητοποίησε ότι και ό
ίδιος ήταν ένας Άγγελος και ότι ο άλλος Άγγελος είναι απλά ένας συνοδοιπόρος,
ένας προστάτης του σε όλη αυτή τη πορεία στην Ύλη. Τώρα πια ήταν από Φως, αλλά
και όλα γύρω του ήταν φως. Όλα ήταν ζωντανά, όλα επικοινωνούσαν μαζί του, όλα
ήταν κάτι από αυτόν αλλά και αυτός ήταν κάτι από όλα… Δεν χρειαζόταν να μάθει
κάτι, γιατί τα ήξερε όλα, ήξερε ότι δεν υπάρχει θάνατος, ότι υπάρχει μόνο ζωή
που ακολουθεί κύκλους και πορείες.
Ήξερε
πια ότι η ευτυχία είναι μία φυσική, μόνιμη κατάσταση που γίνεται τόσο
εντονότερης συχνότητας, όσο πιο ψηλά βρίσκεται κανείς. Η παροδική απώλεια της
και η λήθη του ποιος πραγματικά είναι, ήταν φανερό ότι ήταν η είσοδος του στην
ύλη, σε ένα φυσικό σώμα. Ήταν ολοφάνερο πια, ότι αυτό ήταν ένα είδος μικρού
παροδικού «θανάτου», που από τη σκοπιά της Αγγελικής πραγματικότητας του, δεν
ήταν τίποτα άλλο από ένα παιχνίδι, ένα «κρυφτό» που παίζουν τα παιδιά, εκεί
κάτω στην ύλη. Χαμογέλασε: «Αυτό που ξέρουν οι άνθρωποι σαν θάνατο, και
φοβούνται και τρέμουν, είναι που βρίσκεται η αληθινή ζωή, και αυτό που
πιστεύουν ότι είναι η ζωή, που πασχίζουν να τα καταφέρουν και να επιβιώσουν
εκεί, είναι στη πραγματικότητα η κοιλάδα του Θανάτου.»
Ο
κύριος απολάμβανε το πέταγμά του, τι υπέροχη χαρά να μην έχει ένα συμπαγές,
βαρύ, μικροσκοπικό σώμα πια, αλλά ένα αέρινο, μεταβαλλόμενο και φωτεινό πεδίο.
Μπορούσε να εισχωρεί στις άλλες μορφές, και στην ύλη, ίδιος με μία ριπή ανέμου.
Δεν χρειαζόταν πια να μιλάει με τον άλλον Άγγελο. Τηλεπαθητικά σε δευτερόλεπτα
μιλούσαν όσο οι κάτω άνθρωποι για αιώνες, εξάλλου γνώριζε τόσα πολλά πια,
μοιραζόταν πια τη γνώση του κάθε Αγγέλου, και τη γνώση ολόκληρης της Μητέρας
Γης. Διασκέδαζε πια με τη ματαιότητα και τις πλάνες του κάτω κόσμου. Ήξερε
ωστόσο ότι δεν μπορούσε να είναι ελεύθερος, ότι είχε μία εκκρεμότητα ακόμα να
ολοκληρώσει. Με αποφασιστικότητα και γνώση, αυτός που σαν πεδίο μπορεί να ήταν
ένα σύνολο από ογκώδη σύννεφα, πήρε μία γρήγορη βουτιά, γινόμενος όλο και πιο ταχύς,
όλο και πιο μικρός. Κάτω του, φάνηκε μία μικρή πόλη. Ήταν τόσο μικρή που τη
χώραγε η παλάμη του, συνέχισε να μικραίνει και να κατεβαίνει με ιλιγγιώδη
ταχύτητα. Ήταν μία δεύτερη βουτιά που έκανε, συνειδητή πια, από τη Ζωή προς ένα
μικρό παροδικό πια θάνατο…..
………
Τότε
ο κύριος ξύπνησε, νιώθοντας ένα απότομο τράνταγμα, αφού μπήκε στο μικροσκοπικό
σώμα της ύλης ξανά. Το μυαλό του, ο φυσικός του εγκέφαλος ήταν τόσο
μπερδεμένος, γιατί δεν μπορούσε να κατανοήσει το τι γίνεται έξω από τη 3η
διάσταση, τότε εμφανίστηκε ο Άγγελος, που με μία γλυκιά κίνηση, έβαλε στο μυαλό
και στη καρδιά του κυρίου, την ανάμνηση και τα συναισθήματα της χθεσινής
ονειρικής εμπειρίας. Του έδωσε και ένα μήνυμα, ένα υπέροχο μήνυμα στο αίτημα
του για παράταση του βίου του:
«Μια μέρα,
φτάνει….»
……….
Ο
κύριος σηκώθηκε, φίλησε τη γυναίκα του και αυτή απόρησε μήπως ο άντρας της έχει
πυρετό. Καλημέρισε την υπηρέτρια και αυτή σταυροκοπήθηκε γιατί ήταν συνηθισμένη
να ακούει τα σχολιανά της κάθε πρωί. Ο κύριος έφαγε στο πόδι πρωινό, και έκανε
κομπλιμέντο στη μαγείρισσα για το πόσο νόστιμο ήταν το πρωινό, και αυτή
απόμεινε να τον κοιτάζει βουβή…..
Ο
κύριος ντύθηκε γρήγορα και βγήκε έξω. Ήδη στο μυαλό του είχε κάνει μία
καταγραφή του τι θα έκανε σήμερα, είχε τρεις βασικές υποχρεώσεις να κάνει:
Γηροκομείο, Συμβολαιογράφος, Κατάστημα. Πήρε τηλέφωνο στον Γραμματέα του να
ανοίξει το κιβώτιο με τις λίρες του και να βάζει από 100 σε σακουλάκια, α…..
και να πει στο προσωπικό του, σε ΟΛΟ το προσωπικό του, ότι σήμερα να έρθουν
όλοι στο κατάστημα του. Από τις 12 και μετά θα είναι εκεί. «Φυσικά και δεν θα
δουλέψουν σήμερα, τι έγινε αν δεν δουλέψουν μία μέρα; Πες τους να έρθουν όλοι,
χωρίς καμία εξαίρεση, τους περιμένω.», έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες.
.....
Στη
πρώτη στάση του πήγε στο Γηροκομείο. Εκεί σε ένα κρεβατάκι, σε έναν θάλαμο με
δύο γριές, ήταν αυτή που ήταν η πρώτη του αγάπη, να την αγαπούσε άραγε ακόμα;
Πάντα η θύμησή της του έφερνε μία τρυφερότητα στο μυαλό του, αλλά ήταν
υποχρεωμένος να την απαρνηθεί. Βλέπεις, ήταν φτωχιά, άρα ακατάλληλη για αυτόν.
Τώρα
ήταν ξεχασμένη από όλους και όλα, σκεπασμένη με μία κουβερτούλα, ενώ ένιωθες το
κρύο, αδυνατισμένη, ίσως να πονούσε, αλλά δεν εξέφρασε κανένα παράπονο. Όλα
ήταν καλά για αυτήν. Τον γνώρισε, της ζήτησε μία συγνώμη καθυστερημένη κατά
σαράντα χρόνια τώρα, που την άφησε, που δεν την ξαναείδε. «Μα γιατί μου τα λες
αυτά; Εσύ έκανες ότι έκρινες καλύτερο να κάνεις. Ποτέ μου δεν θα σε ήθελα να
έρθεις μαζί μου εάν δεν το ήθελες ολοκληρωτικά» ήταν η απάντησή της. Τη ρώτησε
εάν είχε επισκέψεις, εάν ήθελε κάτι για αυτήν. Του είπε με γλυκό τρόπο ότι ήταν
μια χαρά, και ας ήξερε ο κύριος που ρώτησε τις νοσηλεύτριες, ότι τα παιδιά της
την είχαν ξεχάσει.
Πόσο
μεγαλόψυχη ήταν, πραγματικά στεναχωρέθηκε που δεν ήταν αυτή η σύντροφος του στη
ζωή. «Η καρδιά δεν λαθεύει ποτέ», άκουσε μία γνώριμη πια φωνή, μέσα του. Την
αναγνώρισε, ήταν αυτή του Αγγέλου του. Τι κρίμα, που δεν άκουγε αυτή τη φωνή
για τόσα χρόνια, την είχε απαρνηθεί αυτή τη φωνή, ήταν ενοχλητική ώρες – ώρες,
βλέπεις ήταν ξεκάθαρο το ποιος δρόμος οδηγούσε στο συμφέρον του. Τώρα πια όμως
ήθελε να την ακούει, αυτή τη μέρα… Την αποχαιρέτησε, φιλικά, και ένιωσε τη ψυχή
του ελαφρότερη, καθώς έφευγε από το θάλαμο.
Η δεύτερη
στάση του ήταν στο Συμβολαιογράφο του. «Βεβαίως κύριε, τα έχω σχεδόν έτοιμα
αυτά που μου είπατε: Πράξη αποκλήρωσης για τη κόρη σας που κλέφτηκε, εξώδικο,
αγωγές….»
-«Ξέρετε
κύριε Ματθαίο, το μετάνιωσα. Σκίστε αυτές τις αηδίες που σας έβαλα να κάνετε
και γράψτε σας παρακαλώ τη Διαθήκη μου, Εγώ ο ….. έχων σώας τας φρένας…… Αφήνω
αυτά στη γυναίκα μου, αυτά στα παιδιά μου, ειδικά στη κόρη μου που τη
στεναχώρησα τόσο με τον εγωισμό μου παρακαλώ να με συγχωρέσει, της δίνω την
πατρική μου ευχή και ευλογία για το γάμο της μαζί με το μερίδιο της στη
περιουσία μου και παρακαλώ τα παιδιά όπως τελέσουν τους γάμους τους λίαν
συντόμως και ανεξαρτήτως από το εάν εγώ βρίσκομαι ή όχι εν ζωή…..»
-
«Μα κύριε, δεν γράφονται τέτοια πράγματα στις διαθήκες, εμείς οι άνθρωποι δεν
γνωρίζουμε πότε ακριβώς θα συμβεί το μοιραίον…»
-
«Στη περίπτωσή μου το γνωρίζουμε κύριε Ματθαίο, το γνωρίζουμε…. Έτσι θέλω να
γράφει, ναι αυτό ακριβώς. Τώρα θέλω να τελειώσω με αυτά, που υπογράφω;
Τελειώσαμε έτσι, δεν υπάρχει άλλη εκκρεμότης;»
Σαν
πουλί, ο κύριος έφτασε πια στο κατάστημα του. Εκεί, έκαναν μία μεγάλη ουρά οι
εργαζόμενοι του. Μα είχε τόσους εργαζόμενους, τους οποίους δεν γνώριζε; Κάθησε
στο γραφείο του, και εκεί ένας - ένας έρχονταν μέσα. Ο κύριος είχε μία μικρή
κουβεντούλα με τον καθένα τους: Τον ρωτούσε που δούλευε, πως πάνε τα πράγματα,
τι οικογένεια έχει, πράγματα τυπικά δηλαδή, που αλλοίμονο σε όλη του τη ζωή δεν
είχε κάνει ποτέ, γιατί πάντα τους εργαζομένους του, τους έβλεπε ως μία
εκμετάλλευση και όχι ως ανθρώπους. Όλοι τους ήταν μαζεμένοι, λιγομίλητοι.
Φαντάστηκαν ότι θα τους απέλυε, βλέπεις πάντα ο νους του ανθρώπου πάντα στο
κακό.
Η
απόλυτη έκπληξη ερχόταν στον καθένα τους, όταν ο κύριος τους ζητούσε συγνώμη
για ότι τους είχε κάνει τόσα χρόνια, που τους έβγαζε το λάδι, και μετά….. στο
τέλος τους έδινε το σακουλάκι με τις 100 λίρες που αντιπροσώπευαν την αμοιβή 10
ετών, μία μικρή περιουσία για τον καθέναν από αυτούς. Οι εργαζόμενοι φεύγαν με
χαρούμενα πρόσωπα, δίνοντας το χαρούμενο μήνυμα πια σε όλους τους υπόλοιπους.
Ήταν απογευματάκι πια, όταν μπήκαν οι δύο τελευταίοι εργαζόμενοι του. Ήταν ο
τσοπάνος που φύλαγε το κοπάδι με τα γίδια του στο βουνό, με το γιο του, που
βοηθούσε και αυτός στο κοπάδι.
Ο
κύριος, βλέποντας τα ξυπόλητα πόδια του παιδιού, ένιωσε σαν να τον χτύπησε κεραυνός,
γιατί έβλεπε στα πόδια εκείνου του φτωχού παιδιού, τον εαυτό του, πριν τόσα
χρόνια. «Το παιδί σου…. Πάει στο Γυμνάσιο;»
-
«Που βολή, για Γυμνάσιο κύριε, στα χάλια μας; Δεν μπορούμε…..»
Ο
κύριος του έδωσε δύο σακουλάκια λίρες.
-
«Να το στείλεις στο Γυμνάσιο, και να του πάρεις παπούτσια, να γίνει άνθρωπος,
τώρα πια μπορείς. Πρώτα να του πάρεις παπούτσια όμως, και μετά να το στείλεις στο σχολείο…»
Ο
κύριος, πήγε στο σπίτι, αποχαιρέτησε όλους τους ανθρώπους και έκανε ένα μπάνιο.
Έφαγε ένα λιτό βραδινό και πήγε για ύπνο νωρίς.
…..
Την
επόμενη μέρα το πρωί, σε μία στιγμή ανάπαυλας, από τις ξαφνικές ετοιμασίες και
τους καφέδες, είπε η μαγείρισσα:
«Σε
όλη του τη ζωή ήταν κάθαρμα ο κύριος, ναι ήταν, αλλά μία μέρα έφτασε χθες, για
να μας δείξει ότι ήταν καλός τελικά…… και, τι ωραίο θάνατο είχε! Να πεθάνει
στον ύπνο του χαμογελαστός, λες και συνάντησε έναν φίλο του για να τον πάει
στην άλλη όχθη…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου