Ήταν κάποτε τρία μικρά λιανοπούλια, τρία τσώνια, από αυτά που ζούνε κοντά μας, που μαζεύονται κοντά στα σπίτια το χειμώνα, μπας και ξεκλέψουν κανένα σποράκι, και την Άνοιξη ξεχύνονται χαρούμενα χαλώντας τον κόσμο με τα τιτιβίσματα και τα παιχνίδια τους.
Τα
κάλεσε λοιπόν ένα πρωινό και τα είπε: «Τσώνια μου, μεγαλώσατε πια, τώρα είναι
πια καιρός να γίνετε αξιότιμα και αξιοσέβαστα μέλη της κοινωνίας των πουλιών!
Πρέπει να γίνετε κάποιοι…. Να είστε αναγνωρίσιμοι ! Να είστε σπουδαίοι ! Να, ας
πούμε το γεράκι το σέβονται ακόμα και οι άνθρωποι και το εκτιμούν για τη
γρηγοράδα και τη σπιρτάδα του, τον αετό τον έχουν σαν σύμβολο δύναμης και
εξουσίας, το παγώνι για την απαράμιλλη ομορφιά του, εμένα χμ…… για τη σοφία
μου, και εσείς τι είστε εσείς; Τρία ασήμαντα και ανώνυμα τσώνια…. Πότε θα
γίνετε και εσείς κάποιοι;»
Τα
τρία πουλάκια μείνανε με ανοιχτό το ράμφος τους, ποτέ μέχρι τώρα δεν είχανε
σκεφτεί ότι είχανε ένα σκοπό στη ζωή τους. «Και τι να κάνουμε σοφέ μπούφε;»
-
«Ταυτότητα θα αποκτήσετε μόνο αν γίνετε ειδικοί σε κάτι, αν αφιερώσετε όλες σας
τις δυνάμεις και το χρόνο σας στο να συγκεντρωθείτε και να κάνετε ένα και μόνο
πράγμα. Τότε θα γίνετε ειδικοί, θα γίνετε κάποιοι. Δείτε τους ανθρώπους που
ζούνε κοντά σας, πάντα κάτι κάνουν, με κάτι ασχολούνται, άλλος είναι γεωργός,
άλλος έμπορος, άλλος ιερέας….»
-
«Μα εμείς δεν έχουμε τέτοια επαγγέλματα σαν τους ανθρώπους», είπαν τα τρία
τσώνια!
-
«Σας το λέω για να σας παραδειγματίσω με το πώς λειτουργούν οι άνθρωποι, που
είναι η κορωνίδα της δημιουργίας. Πρέπει να ασχοληθείτε μόνο με ένα πράγμα.
Διαλέξτε ένα μόνο πράγμα για να κάνετε, και σίγουρα θα γίνετε σημαντικά……» είπε
ο πονηρός μπούφος.
Το
πρώτο τσώνι αποφάσισε να …κάνει. Έτσι άρχισε να φτιάχνει μία
φωλιά, να τη καθαρίζει, να στρώνει τα κλαδάκια έξω από αυτήν, να σκουπίζει, να
συγυρίζει. Ποτέ δεν του έμενε ελεύθερος χρόνος, έκανε μαθήματα ωδικής και
ορθοφωνίας, έπλεκε στεφανάκια, γυμναζόταν, πάντα έπρεπε κάτι να κάνει, πάντα
ιδρώτας έτρεχε από το καημένο το πουλάκι, αυτό όμως συνέχιζε, θεωρούσε ότι θα
ήταν δειλία εκ μέρους του εάν τα παρατούσε…. και ήταν δυστυχισμένο μέσα του.
Το
δεύτερο τσώνι αποφάσισε να …….. έχει. Έτσι άρχισε να μαζεύει σπόρια
στη φωλιά του, και να τσακώνεται με τα μυρμήγκια, αφού γέμισε τη φωλιά του,
γέμιζε κουφάλες δέντρων, και έτρεχε όλη μέρα γιατί έπρεπε συνεχώς να μαζεύει
χωρίς σταματημό και ….. ήταν και αυτό
δυστυχισμένο κατά βάθος.
Το
τρίτο τσώνι αποφάσισε να ….. είναι. Έτσι κάθισε σε μία άκρη
εντελώς ακίνητο και έκανε διαλογισμό κάθε μέρα. Προσπαθούσε να βρει μέσα του το
Θεό, δεν έπινε, δεν έτρωγε, αλλά και σε αυτό …. κάτι του έλειπε.
Ο
πιο χαρούμενος ήταν ο μπούφος πια, γιατί είχε ησυχία στο μέρος αυτό του δάσους
και έτσι κοιμόταν άνετα τα πρωινά. «Τα ηλίθια τα τσώνια, τώρα που ασχολούνται
με χαζαμάρες, και είναι κουρασμένα, θα τα επισκεφτώ ένα-ένα τα επόμενα βράδυα
και …. θα τα φάω !», σκεφτόταν ενώ έτρεχαν τα σάλια του.
Το
τρίτο τσώνι ωστόσο έφτασε στο να μπορεί να μιλάει με τον ίδιο το Δία. Του
ζήτησε λοιπόν: «Πατέρα Θεών, ανθρώπων
και ζώων, εμφανίσου μπροστά μου και δείξε μου ποιος είναι ο δρόμος μου, ποιος ο
προορισμός μου στη ζωή!»
Ο
Δίας κατέβηκε από τον Όλυμπο με όλη του τη μεγαλοπρέπεια και μπροστά στο τσώνι,
μεταμορφώθηκε σε…… τσώνι που τιτίβιζε και έπαιζε με φωνές όλη μέρα! Το τρίτο
τσώνι, μετά από αυτό το θεϊκό σημάδι, άρχισε και αυτό να παίζει χαρούμενο, και
ευτυχισμένο. Τα άλλα δύο πουλάκια μόλις το είδαν αυτό, παρατήσαν αυτά που
έκαναν και αυτά που είχαν και στρώθηκαν στο παιχνίδι και την ανέμελη ζωή.
Με
τη διαφορά όμως ότι τώρα ήταν σοφότερα από πριν, γιατί είχαν γνωρίσει το
διαφορετικό. Και συνειδητοποίησαν ότι πάντα έτσι ήταν. Ο μπούφος μάταια
προσπαθούσε να τα φωνάξει για να τα μιλήσει. Τον αγνοούσαν πια και αυτά
χαίρονταν τη ζωή, ενώ ο μπούφος, απελπισμένος, μετακόμισε σε ένα πιο σκοτεινό
σημείο του δάσους….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου