Όλα
είχαν καεί… και εκεί που ήταν ένα από τα πιο όμορφα μοναστήρια του Αγίου Όρους,
ένας σωρός έμεινε που κάπνιζε… ευτυχώς σώθηκαν όλοι οι μοναχοί…. Βουβοί
κοιτούσαν τώρα τον ηγούμενο τους, με τα μάτια τους μιλούσαν ωστόσο: «Τι θα
κάνουμε τώρα; Πως θα πορευτούμε; Να διαλύσουμε τη μονή και να πάμε σε άλλα
μοναστήρια;»
Στη
κορυφή του λόφου έκλεισε τα μάτια του και στη σιωπή αναζήτησε τη παρουσία Του…
…Μία απέραντη γαλήνη πλημύρισε τη καρδιά του… Μια ευλογία έμπαινε στη κάθε του
αναπνοή… Και στο κέντρο του μυαλού του, λέξεις μορφώνονταν από μία άφατη
Παρουσία…
-Πατέρα
τι θα κάνουμε;
- Θα το ξαναφτιάξετε το μοναστήρι… πολύ
καλύτερο από πριν…
-
Πατέρα, ειλικρινά, αισθάνομαι ότι έφτασα στα όρια μου, δεν μπορώ να καταφέρω να
συνεχίσω… Να εκλέξουμε άλλον ηγούμενο;
- Παιδί μου, μην αφήνεις το λογισμό σου να
κάνει κουμάντο… Κάθε δοκιμασία που έρχεται είναι ένα βουνό που θα διαβαίνεις
μέχρι να φτάσεις εκεί ψηλά που είναι ο προορισμός σου… Ο άνθρωπος μόνος του δεν
κάνει τίποτα, ο άνθρωπος που έχει Εμένα μέσα του, μπορεί να κάνει τα
πάντα…
Ο Ηγούμενος
μεταμορφωμένος επέστρεψε από το λόφο… Αδελφοί, θα το ξαναφτιάξουμε το μοναστήρι..
Μου το υποσχέθηκε ο ίδιος ο Θεός… Μία Ομάδα θα μαζέψει τα ερείπια… εδώ τα
χρήσιμα… εδώ οι πέτρες, εδώ τα αγκωνάρια…. Μία άλλη Ομάδα θα φτιάξει ένα
πρόχειρο κατάλυμα να μένουμε μέχρι το μοναστήρι μας να είναι έτοιμο… Εδώ θα
είναι ο πύργος του, εδώ τα όρια του… Οι
αδελφοί ηλεκτρισμένοι με έναν νέο αέρα αισιοδοξίας ανασηκώσαν τα ράσα τους και
ξεκίνησαν θαρρετά τον αγώνα…
Ο ηγούμενος
έγραψε δύο γραφές: Η μία προς τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης για βοήθεια… «Παναγιότατε,
τη σεπτή σας βοήθεια…»… Η άλλη στο μαστοροχώρι της Ηπείρου… «Πρωτομάστορα,
μάζεψε το μεγαλύτερο μπουλούκι που μπορείς να φέρεις, θα χτίσεις ένα μοναστήρι
που όμοιο του δεν έχει ο Άθως… θα πάρεις όσο χρυσό ζητήσεις…»
Μέχρι
να έρθει η βοήθεια του Πατριάρχη ο ηγούμενος δούλευε από το πρωί μέχρι το
βράδυ… και όλοι οι μοναχοί αν και κάνανε τη πιο βαριά εργασία που υπάρχει με
τις πέτρες, ένιωθαν ότι ο ίδιος ο Θεός τους αλάφρυνε στο έργο τους….
Δύο
εβδομάδες αργότερα ήρθε η απάντηση του Πατριάρχη… Ο ηγούμενος παραξενεύτηκε που
ήταν μόνο μία γραφή…. Περίμενε κανένα κασελάκι με χρυσό… Αποσβολωμένος διάβασε
τη γραφή…. «Την ευλογίαν μου δια το
Θεάρεστον έργο σας… Δυστυχώς οι καιροί είναι χαλεποί εδώ στην Κωνσταντινούπολη…
ο σουλτάνος κάνει πόλεμο και χρήματα δεν υπάρχουν…. Και εδώ πείνα και
στερήσεις…. Δοκίμασε στην Αίγυπτο… είναι το μοναδικό μέρος που ευημερεί….
Υπάρχουν και εκεί Χριστιανοί….»
Στη
σιωπή του ο Ηγούμενος άκουσε τη φωνή του Θεού:
- Κάνε ότι σου λέει η γραφή… Ξεκίνα σήμερα…
Θα πάτε τρεις όμως και στην Αλεξάνδρεια στο λιμάνι, θα είστε οι τρεις
τελευταίοι που θα βγείτε από το πλοίο…
-
Πατέρα μου, συγνώμη που ρωτάω, αλλά σε λίγο θα έρθουν οι μάστορες… Πως θα
δουλέψουν δίχως χρυσό; Και από την άλλη, γιατί να πάμε τρεις μοναχοί στην
Αίγυπτο και όχι ένας;
- Έχε πίστη παιδί μου και κάνε ότι σου λέω…
Δεν θα γελάσεις τους μάστορες, θα τους φέρεις το χρυσό που χρειάζονται και
ακόμα παραπάνω… Τρεις πρέπει να πάτε…
Ο
ηγούμενος καθησύχασε τους αδελφούς… «Ο Πατριάρχης θα μας δώσει το χρυσό, θα
πάμε τρεις να τον παραλάβουμε… Οι μάστορες να ξεκινήσουν να δουλεύουν μόλις
έρθουν… έρχομαι με το χρυσό τους…»
Πήρε
τους δύο πιο έμπιστους και χειροδύναμους αδελφούς και φύγαν… από την
Ουρανούπολη και μετά τους είπε τον αληθινό προορισμό τους… Από καΐκι σε καΐκι και από λιμάνι σε λιμάνι
βρέθηκαν σε ένα πλεούμενο με κόκκινα πανιά για την Αίγυπτο… Όταν ο Θεός θέλει κάτι, πάντα φυσάει ούριος
άνεμος …
Ιστορίες
έρχονταν στο νου του ηγούμενου, για τη βρωμιά που υπάρχει εκεί στους άπιστους,
στους μαύρους… Φαντάζονταν δρόμους με περιττώματα όπου ζούσανε οι μουσουλμάνοι…
Τι να κάνει όμως, έπρεπε να πάει εκεί… αλλά, θα τον βοηθούσαν οι Χριστιανοί…
……
Ο
Σουλτάνος της Αιγύπτου, ο Χαρούν ο Ευσεβής, ξύπνησε με ένα υπέροχο όνειρο αυτό
το πρωί. Είδε λέει ότι ήταν περιπατητής και αφού περπάτησε σε βουνά και
κοιλάδες, βρέθηκε σε μία πεδιάδα, και μαζί του ήταν άνθρωποι πολλοί, που
κρατούσαν δρεπάνια και κόβαν τα σιτάρια που ήταν γεμάτη η πεδιάδα, και όσο
κόβαν τα σιτάρια αυτά αμέσως ξαναβγαίνανε και οι άνθρωποι δεν προλαβαίναν να τα
ξανακόβουν, και τριγυρισμένο από τέσσερα ποτάμια ήταν ένας υπέροχος κήπος, και
εκεί αισθανόταν ότι έπρεπε να πάει, γιατί είναι το σπίτι του….
Κάλεσε
τον προσωπικό του Σούφι, τον μουσουλμάνο μοναχό που του είχε απόλυτη
εμπιστοσύνη, γιατί μπορούσε και άκουγε τη φωνή του Αλλάχ…. Του είπε το όνειρό
του, το όνειρο που του έφερνε ευλογία και χαρά και ζήτησε την εξήγησή του…
Ο
Σούφι με σεβασμό απάντησε: «Πολυχρονεμένε μου Άρχοντα, είναι πολύ εύκολο να
απαντήσω, γιατί είδα και εγώ το ίδιο όνειρο με σένα: Ο δρόμος που ακολουθείς
σαν περιπατητής είναι ο άγιος δρόμος του Αλλάχ, γιατί σαν ηγεμόνας ποτέ δεν
θέλησες να θησαυρίζεις κάνοντας πολέμους και τυραννώντας με φόρους, αλλά ακολουθώντας τον, έφερες τον λαό σου στην
πεδιάδα της αφθονίας, όπου πάντα υπάρχει σιτάρι και ψωμί για το λαό. Και ο
κήπος που είδες ανάμεσα στα τέσσερα ποτάμια είναι ο παράδεισος….
Είδα
όμως και τη συνέχεια του ονείρου: Να ευεργετείς τρεις μαυροφορεμένους ξένους
άντρες, τους τρεις που θα φτάσουν σήμερα το πρωί και θα κατέβουν τελευταίοι από
ένα πλοίο με κόκκινα πανιά…»
Τότε
ας μη χάνουμε χρόνο, είπε ο Σουλτάνος και έδωσε οδηγίες στον Αρχηγό της Φρουράς…..
……
Οι
τρεις μοναχοί φτάσαν επιτέλους στην Αλεξάνδρεια… Ο ηγούμενος θέλησε να μείνουν
τελευταίοι στο πλοίο…. Περίμενε από το Θεό μία κατεύθυνση, μία οδηγία που να
πάει… Μη λαμβάνοντας κάποια οδηγία κατέβηκαν τελικά… Στη πολύβουη αποβάθρα τους
σταμάτησε ένα στρατιωτικό απόσπασμα 10 ανδρών. Ο επικεφαλής, κοφτά τους διέταξε
να τον ακολουθήσουν. Μη τολμώντας να φέρουνε αντίδραση τον ακολούθησαν και
συνοδεία των στρατιωτών περπατούσαν στους δρόμους της πόλης.
Εντυπωσίασε
τον ηγούμενο η καθαριότητα και η τάξη που έβλεπε παντού, αλλά περισσότερο ακόμα
τα χαμόγελα των περαστικών, η χαρά που υπήρχε διάχυτη παντού… δεν είχε δει
πουθενά στο κόσμο τέτοια πόλη. Οι άνθρωποι αξιοπρεπείς, καλοζωισμένοι…. Άκουσε
να μιλάνε κάπου Ελληνικά και έπιασε τη κουβέντα με δύο Χριστιανούς. Ναι, η
Αίγυπτος ευημερούσε χάρη σε ένα φωτισμένο μονάρχη… Με τρόπο τους ρώτησε άραγε
που τους πάνε οι στρατιώτες, μήπως τους πάνε για εκτέλεση; Οι Χριστιανοί του
απάντησαν χαμογελώντας: Αποκλείεται, για κάτι διαδικαστικό θα σας θέλουνε…
εξάλλου οι εκτελέσεις έχουν απαγορευτεί από το Σουλτάνο…
Κάποια
στιγμή φτάσανε σε ένα μεγαλοπρεπές κτίριο: Το Παλάτι. Εκεί τους υποδέχτηκε ο
Αρχηγός της Φρουράς, τους έκαναν έλεγχο στα πράγματα και στα ρούχα τους. «Θέλει
να σας δεχτεί ο ίδιος ο Σουλτάνος Χαρούν ο Ευσεβής. Θα κοιτάτε χάμω τα πόδια
σας. Θα σας ρίξουμε κάτω στο έδαφος και θα εμείνετε γονατιστοί κοιτάζοντας το
έδαφος. Θα μιλήσετε μόνο εάν σας μιλήσει και θα απαντάτε μόνο σε ότι σας ρωτάει.
Δεν θα τον αντικρύσετε κατά πρόσωπο, εκτός μόνο αν ο ίδιος σας το πει. Εάν
τυχόν κάνετε κάποια ύποπτη κίνηση εναντίον του θα αποκεφαλιστείτε επιτόπου. Εάν
τον δυσαρεστήσετε ή εάν δεν απαντήσετε με ειλικρίνεια σε ότι σας ρωτήσει, να
ξέρετε ότι σας περιμένει το μπουντρούμι για πάντα…»
Τρέμοντας
οι τρεις μοναχοί μπήκαν στην αίθουσα του θρόνου. Τους ρίξανε γονατιστούς και
περιμένανε κοιτάζοντας τα σχέδια στο πολύχρωμο χαλί… Ο ηγούμενος ήταν έτοιμος
να περάσει αυτή τη δοκιμασία…. Μία αναπάντεχα φιλική φωνή ακούστηκε από το
θρόνο:
-
Ποιοι είστε και για ποιο λόγο ήρθατε στην Αίγυπτο;
- Είμαστε 3 Χριστιανοί μοναχοί από τον Άθω,
κάηκε το μοναστήρι μας και ήρθαμε να ζητήσουμε βοήθεια για να το ξαναχτίσουμε…
Έχουμε την ελπίδα ότι θα μας βοηθήσουν οι εδώ Χριστιανοί….
-
Και ….. πόσα ακριβώς χρειάζεστε για να το ξαναχτίσετε;
-
Χρειαζόμαστε τόσο χρυσό όσο μπορούμε να σηκώσουμε εμείς οι τρεις….
Τα
λόγια του ηγούμενου βγήκαν μόνα τους από το στόμα του….
Μετά
από μία μικρή σιωπή ο Σουλτάνος είπε: «Μπορείτε να μείνετε φιλοξενούμενοι εδώ
στους κοιτώνες του παλατιού, για όσο χρόνο χρειαστεί. Θα τρώτε όσο θέλετε και
ότι ζητήσετε στο εστιατόριο μας. Εύχομαι να βρείτε εδώ στην Αίγυπτο, αυτό που
ψάχνετε… Είστε ελεύθεροι να κινείστε και να το αναζητήσετε… Μπορείτε να αποσυρθείτε….»
Απολυτρωμένοι
οι μοναχοί αποσύρθηκαν. Ο Αρχηγός της Φρουράς ωστόσο ήταν επιφυλακτικός προς
τον Ηγούμενο: «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σας φέρθηκε έτσι ο Σουλτάνος σε
εσάς, τρεις άπιστους, οι διαταγές είναι διαταγές όμως…. Εκεί είναι οι κοιτώνες, εκεί τα εστιατόρια. Θα
σας συνοδεύει στο παλάτι πάντα αυτός ο στρατιώτης και σας ξεκαθαρίζω: Μην
διανοηθείτε να κάνετε κάτι ύποπτο… Θα σας παρακολουθώ….»
….
Οι
τρεις μοναχοί ελεύθεροι ρωτώντας κατευθύνθηκαν προς το πατριαρχείο. Τους
οδήγησαν στην αίθουσα αναμονής: Ένα γραφείο μπροστά και πιο πίσω μια σειρά
πολυτελή καθίσματα, μετά ξύλινοι πάγκοι…
Ένας αδύνατος, καμπουριασμένος γραμματέας στο γραφείο μιλούσε χαμηλόφωνα και
συνωμοτικά…
Ο
ηγούμενος χαρούμενος που έφτασε στο προορισμό του, συστήθηκε στο γραμματέα…
«Αυτοί είμαστε… και τώρα είμαστε χαρούμενοι που είμαστε μεταξύ χριστιανών
αδελφών που μπορούμε να ελπίζουμε στη βοήθεια τους…»
-
«Μπαξίσι;»
-
«Τι εννοείτε αδελφέ γραμματέα;»
-
«Τι μπαξίσι φέρατε για τα δείτε τον Παναγιότατο; Δεν μπορείτε να τον δείτε έτσι
δωρεάν!»
-
«Μα εμείς δεν έχουμε τίποτα… Ίσα ίσα για βοήθεια ήρθαμε…»
-
«Αν δεν φέρατε τίποτα για μπαξίσι, δεν μπορείτε να δείτε τον Παναγιότατο! Θα
δείτε τον Πρωτοσύγκελο, αν έχει χρόνο και θελήσει να σας μιλήσει και στη σειρά
που σας αναλογεί. Πηγαίνετε πίσω στην αίθουσα αναμονής!»
Οι
μοναχοί πήγαν ντροπαλά να καθίσουν στους ξύλινους πάγκους, υποθέτοντας σωστά
ότι τα πολυτελή καθίσματα ήταν για αυτούς που είχαν πληρώσει πολλά για μπαξίσι,
εκεί κάθονταν ήδη επίσκοποι και σημαίνοντα πρόσωπα.
Με
το που κάθισαν στους πάγκους, έξαλλος ο γραμματέας, ούρλιαξε:
-«
Όχι εκεί, οι πάγκοι είναι για αυτούς που έδωσαν μπαξίσι… Εσείς θα καθήσετε
όρθιοι, στο βάθος της αίθουσας… έτσι κάθονται όσοι δεν σέβονται το πρωτόκολλο…
πως θα ζήσει το πατριαρχείο χωρίς εισφορές;»
Μία
έκρηξη οργής πήγε να πνίξει τον ηγούμενο, χρόνια ασκητισμού όμως ήταν αρκετά
για να μην φανεί το παραμικρό… Με δοκιμάζει ο Θεός, σκέφτηκε…
….
Για
ώρες κάθονταν έτσι όρθιοι, ακίνητοι και χωρίς να τους προσφέρουν ούτε ένα
ποτήρι νερό, ώσπου στο τέλος της ημέρας εδέησε να τους δεχτεί ο πρωτοσύγκελος.
«Είχαμε
ένα πολύ σημαντικό μοναστήρι στον Άθω… Είστε πολύ σημαντικοί οι Χριστιανοί της
Αιγύπτου… Χρειαζόμαστε τη βοήθεια σας…
είσαστε η τελευταία μας ελπίδα…»
Τα
λόγια του ηγούμενου ούτε που άγγιξαν τον πρωτοσύγκελο, έναν παχύ άντρα με γουρουνίσια
μάτια και σχεδόν χοιρινή μουσούδα… Στο κορμί του και στο λίπος του ωστόσο ήταν
ολόιδιος με χοίρο.
«Δεν
μας νοιάζει! Και εμείς έχουμε μοναστήρια και προσκυνήματα και προβλήματα… Δεν
μπορούμε να σας βοηθήσουμε!»
-
«Μα, τι να κάνουμε; Έχετε κάποια πρόταση για να μπορέσουμε να μαζέψουμε τα
αναγκαία χρήματα;»
-
«Θα μπορούσατε να ζητιανέψετε! Ωστόσο δεν μπορώ να σας βοηθήσω σε αυτό… Έχουμε
πουλήσει ήδη όλες τις άδειες ζητιάνων στην χριστιανική επικράτεια των ενοριών
μας… Τώρα θα πρέπει να φύγετε, έχω εργασίες να κάνω…»
Ο
ηγούμενος λες και τον χτύπησε κεραυνός, ζήτησε από τους αδελφούς να τον αφήσουν
μόνο του να γυρίζει τη πόλη, τόσο απογοητευμένος από τους χριστιανούς
συνανθρώπους του, βρέθηκε να βαδίζει σε ένα λόφο με πεύκα, και σύντομα βρέθηκε
στη κορυφή του, από όπου είχε μία υπέροχη θέα στη πόλη…
….
Από
εκεί έβλεπε τους ανθρώπους σαν μυρμήγκια να πηγαίνουν από δω και από κει, και ο
ήλιος μεγαλοπρεπής έφτανε στη Δύση του, ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα με χρώματα στο
ιώδες, στο πορτοκαλί, στο κόκκινο…
Εκείνη
ακριβώς τη στιγμή αισθάνθηκε ότι δεν ήταν μόνος του, ότι ήταν μαζί του ένα
υπέροχο μεγαλοπρεπές Ον, ο Θεός, και χωρίς λόγια μάθαινε εκείνη τη στιγμή ότι η
ζωή δεν ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας του ανθρώπου, αλλά αποκλειστικά το
αποτέλεσμα των παλμών του Θεού. Ο άνθρωπος όταν πηγαίνει κόντρα σε αυτούς τους
κυματισμούς, έτρωγε τα μούτρα του, και όλοι λέγαν ότι ήταν κακοτυχία, και όταν
ο άνθρωπος πήγαινε μαζί με τους παλμούς του Θεού, τότε με μικρή προσπάθεια του
έρχονταν όλα βολικά, και όλοι το λέγανε καλοτυχία… Ναι, δεν υπάρχει τύχη… μόνο ο
αέρας του Θεού….
Γεμάτος
από την ευλογία που φέρνει η εσωτερική παρουσία του Θεού, αντιλήφθηκε τότε ότι
άλλος ένας άνθρωπος μοιραζόταν αυτό το ηλιοβασίλεμα κοντά του, και την αίσθηση
του Θεού, ήταν ο Σούφι που σε εκείνες τις στιγμές ένιωθε μέσα του τον Αλλάχ….
Οι
δύο σοφοί άνθρωποι χαιρετήθηκαν ευγενικά και ο ένας τράβηξε προς τη Δύση και ο
άλλος προς την Ανατολή….
……
Το
ίδιο βράδυ ο Σουλτάνος μίλησε στον Σούφι:
«Σοφέ
Δάσκαλε, ξέρεις ότι σε όλη τη ζωή μου ακολούθησα το δρόμο του Αλλάχ και
εκτέλεσα πιστά τις εντολές του, που είχα τη τύχη να μου μεταφέρεις. Μου είπες
ότι θα πρέπει να ευεργετήσω αυτούς τους τρεις άπιστους καλόγερους, που φτάσαν
στα μέρη μας ζητώντας βοήθεια, αλλά αυτό που ζητάνε, όσο χρυσό μπορούν να
κουβαλήσουν τρεις άνδρες, ξέρεις ότι είναι ένα σημαντικό ποσό, ακόμα και για
μένα. Ξέρεις επίσης ότι έχω μία υποχρέωση προς το λαό της Αιγύπτου, να φτιάξω
ορφανοτροφεία, γέφυρες, δρόμους, σχολεία, τζαμιά….. Και η λίστα με τα έργα που
περιμένουν είναι μεγάλη…. Πρώτα όμως ο Αλλάχ! Θα κάνω αυτό που ζητήσεις, αλλά
θέλω να είσαι 100% σίγουρος ότι είναι θέλημα του ίδιου του Αλλάχ να το κάνω…..»
Ο
Σούφι συνεπαρμένος από το δίκαιο αίτημα του μονάρχη, συμφώνησε και αποσύρθηκε
στο κελί του…. Εκεί ξαπλωμένος, στη σιωπή της νύχτας και στη σιωπή από τους
λογισμούς του, περίμενε τη φωνή του Αλλάχ…. Σε κάποια στιγμή τον πήρε ο
ύπνος…..
…
Είδε
ότι ανέβαινε ένα βουνό από την Ανατολική πλευρά του, φορούσε το γνώριμο πράσινο
του ράσο, και όσο περισσότερο πλησίαζε τη κορυφή του βουνού τόσο περισσότερο
χαρούμενος ήτανε γιατί στη κορυφή του βουνού ήτανε ο ίδιος ο Αλλάχ, ω πόση
ευλογία αισθάνθηκε όταν έφτασε στη κορυφή και τότε μέσα σε αυτό το τιποτένιο
ανθρώπινο σώμα του, βρέθηκε να ενσαρκώνεται ο ίδιος ο Αλλάχ….. Δεν ήταν μόνος
του στη κορυφή όμως….. ήταν και ο καλόγερος από τον Άθω με το μαύρο του ράσο….
Και αυτός είχε τον Αλλάχ μέσα του, ο δρόμος όμως δεν σταματούσε στην κορυφή,
αλλά συνέχιζε… Ο Σούφι βρέθηκε να κατηφορίζει για κάποιο άγνωστο λόγο το βουνό
προς τη Δύση, και τι παράξενο, δεν φορούσε πια πράσινο, αλλά μαύρο ράσο….
Γύρισε τα μάτια για να κοιτάξει την ευλογημένη παρουσία στο βουνό, και τώρα του
φάνηκε πως ο Αλλάχ δεν ήταν ο ίδιος ανατολίτης γέροντας…. Ήταν πάλι ένας
γέροντας αλλά φορούσε δυτικά ρούχα…. Και τότε τον πλημμύρισε το φως……
……
Την
επόμενη μέρα το πρωί ο Σούφι επιβεβαίωσε ότι ο ίδιος ο Αλλάχ ήθελε να
ευεργετηθούν οι τρεις καλόγεροι, το όραμα ήταν ξεκάθαρο: Ο Αλλάχ είναι ο ίδιος
ο Θεός των Χριστιανών, το Βουνό είναι ένα, οι όψεις του μόνο είναι
διαφορετικές…..
Οι
καλόγεροι έχοντας ελαφριά τη καρδιά τους, και βαριά τα σώματά τους από το
φορτίο του χρυσού, βρέθηκαν να αναχωρούν από την Αλεξάνδρεια. Ο Σουλτάνος τους
διέθεσε ένα προσωπικό πολεμικό του πλοίο για να τους πάει χωρίς κανένα φόβο
απευθείας στον Άθω, και ο άνεμος ήταν ευνοϊκός…..
…….
Το
μοναστήρι χτίστηκε περίλαμπρο, τριπλάσιο από το προηγούμενο, πολυώροφο, με
πύργους και εξώστες, και το καθολικό του, ένα υπέροχο κτίσμα αντάξιο για την
επικοινωνία με το Θεό…..
Ο
ηγούμενος ήσυχος πια που μπόρεσε και έκανε αυτό που του ζητήθηκε από το Θεό,
αφοσιώθηκε στα του μοναστηριού του…. Μια μέρα ωστόσο του ήρθε στο νου η σκέψη:
«Σε κάθε ακολουθία μνημονεύω τον Αυτοκράτορα που έκτισε το μοναστήρι, τον Πατριάρχη
που είναι κεφαλή της εκκλησίας, τους δωρητές και κτήτορες του μοναστηριού, αλλά
δεν θα έπρεπε να μνημονεύω προσωπικά για να κερδίσει το παράδεισο και τον
Σουλτάνο της Αιγύπτου; Δεν είναι ο σημαντικότερος δωρητής του μοναστηριού; Αλλά
πάλι, πως θα μνημονεύσω τον Σουλτάνο; Δεν θα σκανδαλισθούν οι συμμετέχοντες
στην ακολουθία, μνημονεύοντας έναν μουσουλμάνο;
Άφησε
να καταλαγιάσει η έξαψη του λογισμού του, γνωρίζοντας ότι σύντομα θα έρθει η
φυσική απάντηση στο ερώτημά του. Ήρθε το απόγευμα, ήρθε το βράδυ και στο όνειρό
του είδε τον Σουλτάνο να βρίσκεται σε έναν υπέροχο κήπο, τριγυρισμένο από
τέσσερα ποτάμια, και η γνώριμη φωνή του Θεού να του λέει:
«Δεν χρειάζεται να μεσιτεύεις για τον
Σουλτάνο, με τις δίκαιες πράξεις του έχει ήδη κερδίσει το παράδεισο….»
(Βασισμένο σε μία ιστορία που μου διηγήθηκε ένας ευσεβής άνθρωπος.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου