Μια
φορά και έναν καιρό, Ο Βούδας δίδασκε σε ένα χωριό της Ινδίας. Είχε κάνει ότι έπρεπε
να κάνει, είχε πει ότι έπρεπε να πει και ήταν ώρα πια να φύγει, να πάει να
διδάξει και αλλού.
Τότε
ήταν που ήρθαν άνθρωποι από ένα καραβάνι, περίλυποι, ρακένδυτοι, σαλεμένοι.
Είχαν δεχτεί επίθεση από μία συμμορία, τη πιο απάνθρωπη που υπήρχε που λήστευε
τα πάντα, σκότωνε από σαδισμό, βίαζε από ευχαρίστηση, βασάνιζε τα θύματά της
και άφηνε κάποιους ζωντανούς για να διηγούνται όσο ζουν, το πόσο περιβόητη
συμμορία τους λήστεψε. Από όλους είχε αφαιρεθεί, ένα δάκτυλο, ο δείκτης του
δεξιού τους χεριού.
Ο
Βούδας, είχε διδάξει σε χωρικούς, σε πλούσιους και φτωχούς, αλλά ποτέ μέχρι
τώρα σε τέτοιους εγκληματίες. «Με χρειάζονται» σκέφτηκε, και χωρίς άλλη
κουβέντα αποχαιρέτησε τους ανθρώπους και στράφηκε κατά το βουνό.
-«Δάσκαλε,
προς τα πού πας; Εκεί θα βρεις μόνο τον θάνατο, είναι πολύ επικίνδυνα… Μα εσύ
δεν είσαι καν οπλισμένος!»
- «Και
όμως, ΕΙΜΑΙ» σκέφτηκε.
Ο
Βούδας ανεβαίνοντας το βουνό, άφησε στη θεϊκή εύνοια να κατευθύνει τα βήματά
του και αυτός βίωνε την άφατη ευτυχία και γαλήνη που υπάρχει στην απόλυτη
σιωπή. Κύματα αλλεπάλληλα από αγάπη έβγαιναν από τη καρδιά του και μεταμόρφωναν
τα πάντα στο μονοπάτι του.
Κάποια
στιγμή έφτασε στη σπηλιά, η είσοδός της ήταν διακοσμημένη με ανθρώπινα κρανία,
βαλμένα τελετουργικά σε κάθε θέση, δίνοντας το μήνυμα του απόλυτου τρόμου του θανάτου.
Και στον ίδιο το Βούδα ήρθε τότε ένας σκοτεινός φόβος σαν μαύρο αρχαίο σύννεφο
να του καλύψει το νου και τη καρδιά, αλλά διαλύθηκε από την αγάπη του που
έβγαινε από τη καρδιά του. Ο ίδιος ο Βούδας σκέφτηκε: «Μα, υπήρχε σε μένα τέτοιο
σκοτεινό σύννεφο;» και άφοβα μπήκε μέσα στη σπηλιά.
Στη σπηλιά
επικρατούσε μία δυσωδία, πολύ χειρότερη από αυτή σε ένα σφαγείο. Ανθρώπινα μέλη
που σαπίζανε παντού, υφάσματα βουτηγμένα στο αίμα, στους θαλάμους της σπηλιάς
αλλού χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες, αλλού ασημένια σκεύη, αλλού εργαλεία,
μαχαίρια, σπαθιά και στο βάθος, ένας σωρός από μαυρισμένα ανθρώπινα δάχτυλα….
Οι
ληστές λείπανε όλοι, και έτσι ο Βούδας αποφάσισε να περιμένει. Στο κέντρο της σπηλιάς,
έκανε ένα μικρό κύκλο στο χώμα και κάθισε στο κέντρο του κύκλου. Ο νους του και
η καρδιά του συνεχώς βιώνανε το Απόλυτο Ον, τον Θεό, και έτσι για αυτόν δεν
υπήρχε πια τίποτα άσχημο στη σπηλιά.
Κάποια
στιγμή, το βράδυ, επιστρέψανε από το έργο τους οι ληστές, και η σπηλιά άρχισε
να γεμίζει από αβυσσαλέους ήχους: πατήματα, χαχανητά, βρισιές, τριξίματα αλυσίδων
και σπαθιών. Ο πρώτος ληστής που τον είδε, δεν πίστευε στα μάτια του; «Τι είναι
αυτό;». Σύντομα, όλοι οι ληστές μαζεύτηκαν τριγύρω από τον παράξενο καλόγερο. Ξεπερνώντας
την αρχική τους κατάπληξη, έκανε την εμφάνισή του ο πιο θηριώδης από αυτούς, με
κατάμαυρα μακριά μαλλιά και γένια, στολισμένος με δύο μακάβρια περιδέραια από
μαυρισμένα δάχτυλα που τα φορούσε χιαστί στους ώμους του: Ο ίδιος ο Δακτυλοσυλλέκτης.
«Α,
το πουλάκι μου, έχασε το δρόμο του φαίνεται. Ας βοηθήσουμε λοιπόν το καλόγερο
να βρει το Θεό …. Χαχαχαχα» έκανε βγάζοντας τη μαχαίρα του. Πήγε να κάνει τη
κίνηση που έκανε τόσες πολλές φορές, να κόψει το λαιμό του καλόγερου και να
αναβλύσει σαν πίδακας από το λαιμό του το αίμα από την αρτηρία του, ωστόσο ……
τα χέρια του δεν μπορούσαν να τον υπακούσουν, μια αόρατη εντολή διέταζε το
κορμί του να μην μπορεί να κάνει τίποτα εναντίον του καλόγερου.
Οργισμένος
από λύσσα άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές, και σαν σε σύνθημα όλοι οι ληστές
ουρλιάζανε, βρίζανε χυδαία, χειρονομούσανε απειλητικά, αλλά επίσης κανένας από αυτούς
δεν μπορούσε να διαπεράσει τον κύκλο που είχε σχεδιάσει στο χώμα ο Βούδας. Αυτός,
ατάραχος, γαλήνιος, δεν τους έδινε την παραμικρότερη σημασία σε ότι κάνανε για
να τον προκαλέσουν και να τον προσβάλλουν. Αφού ουρλιάζανε σαν κολασμένοι για
δέκα λεπτά, ξαφνικά σταματήσανε, για να πάρουνε μία ανάσα. Τότε μίλησε ο
καλόγερος:
-«Αδελφοί,
παρακαλώ δεχτείτε να μείνω και εγώ σε αυτή τη σπηλιά σαν καταφύγιο για κάποιες
μέρες. Δεν θα σας ενοχλώ, δεν χρειάζομαι φαγητό, ή νερό, δεν πρόκειται να σας πειράξω
τίποτα από τα πράγματά και τους θησαυρούς σας, και όπως βλέπετε καταλαμβάνω
έναν ελάχιστο χώρο της σπηλιάς. Ούτε καν θα σας ενοχλώ με την ομιλία μου εάν
αυτό είναι που θέλετε από μένα.»
Με
γουρλωμένα μάτια από την πιο μοχθηρή και ανείπωτη κακία απάντησε ο
Δακτυλοσυλλέκτης:
- «Καλόγερε,
δεν ξέρω ποιος είσαι, δεν ξέρω τι μαγικό έκανες και δεν μπορέσαμε να σε
σφάξουμε, ξέρω όμως ότι από αυτή τη σπηλιά δεν θα βγεις ζωντανός να ξαναδείς το
φως του ήλιου. Το δάχτυλο σου θα στολίσει το στήθος μου, μαζί με τα δάχτυλα που
φοράω και ξέρω το καθένα σε ποιον άνηκε. Το κεφάλι σου θα το τοποθετήσω ψηλά
στην είσοδο της σπηλιάς και αφού τα κοράκια και οι γύπες σου φάνε τη σάρκα, οι
άψυχες κόγχες των ματιών σου θα προειδοποιούνε τους διαβάτες να μην κάνουν ποτέ
την αποκοτιά που έκανες εσύ, να τολμήσεις να μπεις στη σπηλιά του θανάτου! Να
μην με λένε Δακτυλοσυλλέκτη εάν αυτό δεν γίνει!»
Από
εκείνη τη στιγμή ο Δακτυλοσυλλέκτης έδωσε εντολή πάντα να υπάρχει ένας σκοπός
δίπλα από τον καλόγερο με την εντολή να τον σφάξει όταν αυτός βγει από τον κύκλο
του. Μάζεψε τους άντρες του έξω από τη σπηλιά και τους έδωσε οδηγίες:
«Όλοι
οι καλοί είναι βλάκες και ηλίθιοι, για αυτό και τους αξίζει να πεθάνουν. Αφού
δεν μπορούμε να μπούμε εμείς στο κύκλο του, ας τον κάνουμε να βγει έξω αυτός.
Αύριο θα πάμε να μαζέψουμε όσους περισσότερους πιάσουμε, θέλω να τους φέρετε
ζωντανούς και να τους σκοτώνουμε μπροστά του….»
Έτσι
και έγινε, το επόμενο βράδυ η σπηλιά γέμιζε από γέρους, παιδιά, γυναίκες που
βασανίζανε οι ληστές, αυτοί ουρλιάζανε για έλεος και στη συνέχεια έναν έναν τους
φέρανε μπροστά στον καλόγερο και άρχισαν την εκτέλεση.
«Καλόγερε,
κοίτα πόσο γρήγορα τον καθαρίζω αυτόν!»
«Καλόγερε,
τι κρίμα να πεθάνει αυτό το παιδί, γιατί δεν έρχεσαι να το σώσεις;»
«Καλόγερε,
είσαι πολύ δειλός τελικά, μάλλον κάτω από τα ράσα σου, έχεις γυναικείο κορμί!»
Σε
κάθε μία εκτέλεση, μαζί με τη ψυχή που έβγαινε, ένα φοβερό κράμα συναισθημάτων
τρόμου, φόβου και φρίκης ανάβλυζε μαζί με τον θάνατο, και έπεφτε πάνω στον
καλόγερο τραντάζοντάς τον. Ο Βούδας ήξερε ότι και ένα δευτερόλεπτο εάν
ταυτιζόταν με αυτή τη κατάσταση, ο κύκλος προστασίας του θα κατέρρεε, και οι
ληστές θα τον σκότωναν και αυτόν, ωστόσο έμεινε αμετακίνητος στη θέση του, άδειος
από σκέψεις και η καρδιά του συνέχιζε αδιάκοπα να αναβλύζει αγάπη.
Μόλις
τελείωσε αυτή η δοκιμασία, ο Δακτυλοσυλλέκτης του είπε: «Είσαι εντελώς
αναίσθητος τελικά, και ανίκανος να βοηθήσεις τους ανθρώπους. Φύγε από τη σπηλιά
μας, δεν το βλέπεις ότι έχεις να κάνεις με αδίστακτους φονιάδες, και την εμμονή
σου αυτή τη πληρώνουν αθώοι;»
- «Είστε
άμαθα παιδιά, που ζείτε σε ένα κόσμο σκιών, χωρίς να συνειδητοποιείτε ότι και εσείς
οι ίδιοι είστε σκιές. Πότε σκοτώνετε εσείς και πότε σας σκοτώνουν τα θύματά σας,
και αυτό θα γίνεται συνέχεια, μέχρι να καταλάβετε ότι μόνο ο Θεός υπάρχει.»
- «Καλόγερε,
μέχρι σήμερα δεν έχω χάσει καμία μάχη και η μάχη μαζί σου ακόμα δεν τελείωσε,
κάπου θα έχεις ένα αδύνατο σημείο και ακόμα και αν δεν έχεις, άπρακτος θα
μείνεις εδώ στη σπηλιά…..»
Ο
Δακτυλοσυλλέκτης πήγε για ύπνο, αλλά για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε τύψεις
και συμπόνοια. Θυμήθηκε τότε που την αντρική του χειραφέτηση την έκανε δολοφονώντας
την ίδια του τη μητέρα και το πατέρα. Τότε δεν είχε νιώσει παρά μόνο την άγρια
χαρά που νιώθει το αγρίμι όταν σκοτώνει, τώρα όμως ένιωθε ευάλωτος, ανθρώπινος.
«Αυτός ο καλόγερος με αποσυντονίζει, θα βρω τρόπο να τον καθαρίσω όμως.»
Δεν
ήθελε να το παραδεχτεί στους συντρόφους του, αλλά αισθανόταν πλέον άβολα στις ληστείες
και στις δολοφονίες… Με κάποιες προφάσεις προσπαθούσε να μην κάνουνε τόσες πολλές
επιχειρήσεις έξω. Πέρασαν λίγες μέρες… Ο καλόγερος πάντα εκεί στη θέση του στο
κέντρο της σπηλιάς, κάποιες στιγμές τον περιεργαζόταν. Φαινόταν τόσο γαλήνιος,
τόσο ευτυχισμένος… Ο Δακτυλοσυλλέκτης δεν είχε νιώσει ποτέ αυτό το συναίσθημα…
….
Ένας
απεσταλμένος του Αυτοκράτορα έφτασε στο χωριό. Η Αυτοκράτειρα είχε αρρωστήσει
με ανεξήγητη αρρώστια και κάθε μέρα μαραίνονταν… Ο Αυτοκράτορας γνωρίζοντας τη
δύναμη του Βούδα, τον ζητούσε να έρθει όσο πιο γρήγορα μπορούσε…. Τον
απεσταλμένο τον έστειλαν στη σπηλιά των ληστών, μη γνωρίζοντας ωστόσο εάν θα
έβρισκε τον Βούδα εκεί. Ο Δακτυλοσυλλέκτης δεν τόλμησε να πειράξει τον
απεσταλμένο, γνωρίζοντας ότι έτσι θα αντιμετώπιζε την οργή του Αυτοκράτορα,
αλλά ούτε και του επέτρεψε να μπει στη σπηλιά, θα μετέφερε αυτός το μήνυμα στον
καλόγερο.
- «Δεν
μπορώ να φύγω, δεν τελείωσα αυτό που έχω να κάνω.»
- «Καλόγερε,
πρέπει να πας αμέσως, αν δεν πας, θα έρθει ο στρατός του Αυτοκράτορα να σε
γυρέψει στη σπηλιά. Αν πας, και η Αυτοκράτειρα ίσως γίνει καλά αλλά και εμείς
θα μείνουμε ζωντανοί, δεν μπορούμε να τα βάλουμε με το στρατό του Αυτοκράτορα…»
-«Πήγαινε
εσύ!»
- «Είσαι
τρελός; Να σκοτώνω ξέρω, όχι να θεραπεύω!»
- «Η
ίδια δύναμη είναι, γίνεται.»
- «Όχι,
δεν μπορώ!»
- «Εγώ
δεν φεύγω από εδώ που κάθομαι, και εσείς δεν μπορείτε να με μετακινήσετε. Εσύ είσαι
υπεύθυνος για τη ζωή των ανδρών σου, πήγαινε στο όνομα μου και θα τη
θεραπεύσεις!»
Μη
μπορώντας να κάνει αλλιώς, ο Δακτυλοσυλλέκτης αφαίρεσε τα μακάβρια περιδέραιά
του και ξεκίνησε καλπάζοντας για τη Πρωτεύουσα. Φτάνοντας στο παλάτι και
λέγοντας ότι έρχεται στο όνομα του Βούδα, οι πόρτες άνοιγαν για αυτόν. Τον οδήγησαν στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της Αυτοκράτειρας
και αυτός σιωπηλός διάβηκε το κατώφλι.
Εκεί,
για μια στιγμή μόνο, μέσα από το καρδιά του αισθάνθηκε την αγάπη του Βούδα και
μέσα από το νου του αισθάνθηκε το φως του…
Σαν
σε όνειρο, τις επόμενες στιγμές είδε την Αυτοκράτειρα από ετοιμοθάνατη, να ανασηκώνεται
και μετά όρθια και χαρωπή να βηματίζει. Τους αυλικούς και τους φρουρούς να
μένουν ασάλευτοι μπροστά στο θαύμα, να τον οδηγούν στον ίδιο τον Αυτοκράτορα..
- «Ζήτα
μου ότι θέλεις και θα σου το δώσω!»
- «Απολύτως
τίποτα Μεγαλειότατε, εγώ δεν έκανα τίποτα και ο Δάσκαλος δεν χρειάζεται τίποτα,
τα έχει ήδη όλα!»
Ο
Δακτυλοσυλλέκτης περνώντας από τον ιερό ποταμό έβγαλε τα ρούχα του και αφέθηκε
να τον παρασέρνει το ρεύμα, τα δάκρυα του τα έπαιρνε το ποτάμι προς τη θάλασσα….
Έφτασε
στη σπηλιά, έπεσε στα γόνατα μπροστά στο Βούδα:
- «Δάσκαλε,
δεν μπορώ πια να συνεχίσω να είμαι αυτό που ήμουν. Θέλω να γίνω μαθητής σου, να
σε αισθάνομαι, να ακούω τη φωνή σου. Ξέρω ότι δεν μου αξίζει να ζω, με χαρά μου
θα δώσω τέλος στη ζωή μου, κάνοντας στο εξής, μόνο ότι με διατάζεις.»
- «Και
εμείς, και εμείς» φώναξαν όλοι οι ληστές γονατίζοντας και ρίχνοντας τα όπλα τους
χάμω.
- «Σε
παρακαλώ Δάσκαλε, μίλησέ μας!»
- «Δεν
χρειάζεται να πεθάνετε. Θα πάρετε όλα όσα έχετε και θα τα μοιράσετε στους φτωχούς,
θα ξεκινήσετε από το μηδέν, και θα γυρίσετε όπου η ζωή σας πάει, κάνοντας στο
εξής μόνο το καλό. Δεν θα χύσετε ποτέ ξανά αίμα, ούτε θα φάτε ποτέ κρέας. Στη
σιωπή και την ησυχία σας πάντα θα συνεχίσετε να με αισθάνεστε στη καρδιά σας, τότε
είναι που θα ακούτε τη φωνή μου. Ποτέ δεν θα σας εγκαταλείψω, θα συνεχίσω να
είμαι όπως αυτές τις μέρες ήμουν στη σπηλιά σας, αλλά εσείς πια δεν θα είστε
ληστές στη σπηλιά του θανάτου, αλλά πεζοπόροι και απεσταλμένοι στο όνομά μου.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου