Μια φορά και έναν καιρό, ήτανε δύο βαρκάρηδες που δούλευαν συνεταιρικά μια βάρκα, ο Ηρακλής και ο Οδυσσέας. Δούλευαν κάποια χρόνια μαζί, πούλαγαν τα ψάρια που έπιαναν και αφού μάζεψαν κάποια χρήματα, αποφάσισαν να αγοράσουν μια βάρκα, ώστε ο καθένας πια να έχει τη δική του βάρκα.
Έμαθαν για μία βάρκα που μπορούσαν να αγοράσουν, αυτή όμως ήταν σε ένα άλλο νησί, μακρινό από το δικό τους. Ο Ηρακλής ωστόσο ήταν γενναίος, δυνατός και αποφασιστικός. Τι περιμένουμε; Πάμε με τη δική μας βάρκα, να τη πάρουμε!
Έτσι κάνοντας πότε ο ένας, πότε ο άλλος κουπί κατάφεραν και φτάσανε στο μακρινό νησί, η βάρκα ήταν της αρεσκείας τους, και τη πήρανε. Ήταν εξαντλημένοι από το ταξίδι, και αναγκαστικά τώρα θα έπρεπε να χωριστούνε. Ο Ηρακλής στη μία βάρκα, ο Οδυσσέας στην άλλη.
Ο Ηρακλής έπιασε τα κουπιά της βάρκας του και ξεκίνησε. Βλέποντας τον Οδυσσέα να κάθεται σκεφτικός του είπε: Άντε τι περιμένεις; Όσο το αναβάλεις, καθυστερείς το ταξίδι σου!
- Πρέπει να υπάρχει και άλλος τρόπος, δεν αντέχω άλλο κουπί, έχουν ήδη ματώσει τα χέρια μου.
- Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, να, σχίσε αυτό το πανί λωρίδες, δέσε τα χέρια σου και ξεκίνα!
Ο Οδυσσέας κοντοστάθηκε.
-Όχι, δεν είναι αυτός ο τρόπος μου πια. Θα έρθω με άλλον τρόπο στο νησί μας.
- Όπως νομίζεις Οδυσσέα, θα σε περιμένω όταν θάρθεις σε κάνα μήνα έτσι όπως πας, και αν έρθεις ποτέ….
Ο Οδυσσέας όμως ήταν πολυμήχανος. Είχε ακούσει ότι κάποιοι χρησιμοποιούν τη δύναμη του ανέμου για να κινήσουν τα πλοία τους, αλλά βέβαια στο απομονωμένο νησί που ήτανε, όλοι τους χρησιμοποιούσανε αποκλειστικά τα κουπιά.
Χρησιμοποίησε το πανί, το έδεσε με τη βοήθεια ξύλων που βρήκε και προσπαθούσε να καταλάβει το μηχανισμό που ο αέρας θα μπορούσε να σπρώξει τη βάρκα του.
Προσπαθούσε μία μέρα, δύο μέρες συνεχώς, και φαινόταν λες και δεν έχει τη δύναμη ο άνεμος να σπρώξει τη βάρκα του. Φούσκωνε το πανί, αλλά η βάρκα ίσα που κινιόταν και ήταν ακόμα στο λιμάνι.
Αποκαμωμένος πια, αποφάσισε να κοιμηθεί. Ήταν φανερό ότι δεν είχε τη δύναμη να λύσει αυτό το πρόβλημα, και μάλλον θα έφτανε ματωμένος και καταϊδρωμένης στο νησί, αν έφτανε, για να τον κοροϊδεύει από πάνω ο Ηρακλής.
Τότε θυμήθηκε έναν άλλο τρόπο που είχε ο παππούς του, ο γέρο Οδυσσέας, για να λύνει τα προβλήματα:
«Φτάσε όσο μακριά μπορείς με τη σκέψη, φτάσε όσο μακριά μπορείς με τις αισθήσεις, φτάσε εκεί που ξεκινάει ο εαυτός σου, και αφέσου στο Θεό…»
Στη κατάσταση απελπισίας που βρισκότανε, τουλάχιστον αυτό μπορούσε να κάνει.
Την τρίτη μέρα άνοιξε τη πόρτα στην έμπνευση… έμεινε σε αυτή τη κατάσταση κάποια ώρα… έξαφνα παρατήρησε ότι ο αέρας μετακινεί τη βάρκα με δύναμη όταν χτυπάει με κόντρα το πανί, και μάλιστα με μία μικρή γωνία με αυτόν…
Άλλαξε τον τρόπο που έσφιγγε το πανί λοιπόν, και με ευνοϊκό πια τον κόντρα άνεμο, πότε γυρίζοντας αριστερά και πότε δεξιά το πανί, άρχισε να πλέει με το πρωτόγονο ιστίο του. Έπρεπε όμως να προσέχει συνεχώς τη νέα του αρματωσιά της βάρκας και να μεταφράζει τη θέληση του αέρα, σε κίνηση του πανιού και τέλος κίνηση της βάρκας…
Ταξίδεψε έτσι για δύο μέρες…
Έβλεπε πια την ακτογραμμή του νησιού τους, όταν αντίκρυσε τη βάρκα του Ηρακλή ακίνητη…
Όταν την έφτασε, βρήκε τον Ηρακλή ξαπλωμένο, διψασμένο, αλλά ζωντανό…
Του έδωσε νερό, συνήλθε..
- Με πρόδωσε η μέση μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτα με τα κουπιά…
- Μη φοβάσαι, έχουμε έναν νέο τρόπο να φτάσουμε στο νησί μας πια.
Ο Οδυσσέας έδεσε τη βάρκα του Ηρακλή, και σιγά σιγά με τη νέα δύναμη του αέρα φτάσανε στο νησί τους.
Μόλις ο Ηρακλής πάτησε γη, δεν κατευθύνθηκε στο σπίτι.
- Πρέπει να πάω στην Εκκλησία, να ευχαριστήσω το Θεό που με έσωσε και να του ζητήσω να με θεραπεύσει σύντομα…. Θες να έρθεις μαζί μου Οδυσσέα να προσευχηθούμε;
- Όχι φίλε μου… Δεν χρειάζεται. Αυτό κάνω ήδη, συνεχώς, τις τελευταίες μέρες…
Εικόνα: https://gr.pinterest.com/semilemi/boat-hd-wallpapers/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου