Μια φορά και έναν καιρό, τότε που ο Δράμαλης είχε κάνει την εκστρατεία στη Πελοπόννησο, βρέθηκε σε ένα αναρρωτήριο των Ελλήνων και ένας νεαρός Τούρκος τραυματίας. Τον έφερε ο ίδιος ο Νικηταράς, και από σεβασμό προς αυτόν, τον δέχτηκε ο Έλληνας νοσοκόμος.
Το αναρρωτήριο ωστόσο, μόνο κατ όνομα ήταν τέτοιο, διότι υπήρχε παντελής έλλειψη εφοδίων, ούτε γάζες, ούτε φάρμακα, ούτε κρεβάτια… Όσοι είχαν ελαφρά τραύματα μπορεί και να ζούσαν, οι υπόλοιποι απλώς πέθαιναν.
Ο Έλληνας νοσοκόμος παρατήρησε ότι ο νεαρός Τούρκος τραυματίας ήταν πολύ γενναίος. Οι υπόλοιποι τραυματίες, ξεφώνιζαν με τους πόνους, έβριζαν, ζητούσαν το νοσοκόμο, προσπαθούσαν να σηκωθούν λες και μπορούσαν να ξεφύγουν το μοιραίο σφιχταγγάλιασμα του χάροντα, αντίθετα ο Τούρκος ήταν πράος, αν και η πληγή του ήταν δύσκολη και ήταν θέμα χρόνου να σβήσει. Δεν καλούσε ποτέ τον νοσοκόμο, αλλά αντίθετα ήθελε να τον βοηθάει σε ότι μπορούσε και αυτός να συνδράμει.
Ο νοσοκόμος παρατήρησε ότι ο Τούρκος κρατούσε σφιχτά στην αριστερή του παλάμη κάτι, και ποτέ δεν τον είδε να ανοίγει αυτό του το χέρι. Ένα βραδάκι λοιπόν, και θέλοντας να προλάβει ο νοσοκόμος να μάθει, πριν έρθει το μοιραίο, τον ρώτησε:
-Παρατήρησα ότι είσαι γενναίος, και ότι είσαι από τους ελάχιστους ανθρώπους που έχω δει να αψηφάνε τον θάνατο, και να τον περιμένουν με καρτερία. Πες μου όμως, στο αριστερό σου χέρι φαίνεται ότι κρατάς κάτι σημαντικό. Είναι άραγε κάποιο φυλαχτό που σου έδωσε η μητέρα σου, είναι κάτι πολύτιμο που προσπαθείς να κρατήσεις και να κρατηθείς από αυτό;
- Φίλε μου, ευχαρίστως να σου πω. Καταρχήν φοβάμαι ότι κάνεις λάθος. Δεν είμαι γενναίος. Σε όλη μου τη ζωή από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είμαι ένας δειλός και φοβισμένος. Πάντα έτρωγα σφαλιάρες και έκανα θελήματα. Ακόμα και τώρα στην εκστρατεία του πασά, ήμουν βοηθητικός να φροντίζω να βόσκουν τα άλογα, να τα φορτώνω και να τα ξεφορτώνω, ένας χαμάλης και τίποτα άλλο.
Παγιδευτήκαμε στο Άργος και έπρεπε τώρα να γυρίσουμε περνώντας τα στενά. Εκεί μας περίμεναν οι Έλληνες… Προσπαθούσαμε περισσότερο να προλάβουμε να περάσουμε, παρά να πολεμήσουμε.. Ένα βόλι με βρήκε στο πόδι αχρηστεύοντας με, δεν μπορούσα να κουνηθώ… Τότε είδα από τους Έλληνες έναν να πηγαίνει μπροστά, ατάραχος, λες και δεν μπορούσε να τον βρει ο χάρος, να σκοτώνει.. Τα ρούχα του είχαν γίνει κατακόκκινα από το αίμα.. Δεν σταμάταγε όμως, πολεμούσε με το γιαταγάνι του σφάζοντας… Ήταν ο ίδιος ο δαίμονας του πολέμου…
Πίσω του ερχόντουσαν οι στρατιώτες που πολεμούσαν… Αυτοί φυλαγόντουσαν, πηγαίναν σιγά, και παρατήρησα ότι κοιτάζαν δεξιά και αριστερά και αν βλέπαν ένα πολύτιμο λάφυρο, μία πιστόλα ή ένα πλουμιστό σπαθί, σταματάγαν και το μαζεύανε. Σύντομα ήταν σαν σκαντζόχοιροι από τα όπλα…
Πιο μετά ερχόντουσαν βοηθητικοί στρατιώτες. Αυτοί δεν πολεμούσαν καθόλου. Είχαν φορεία και μάζευαν τους λαβωμένους Έλληνες. Είχαν μουλάρια και τα φόρτωναν με τα λάφυρα που βρίσκανε. Κάποιους τους ξεγυμνώνανε τελείως, μάζευαν οτιδήποτε είχε κάποια αξία. Είχαν τσεκούρια και κόβανε τα κεφάλια των Τούρκων, είτε ήταν νεκροί, είτε ήταν ζωντανοί. Άκουγα τα κλάματα και τα παρακάλια των ζωντανών πριν τη τσεκουριά και ένιωθα και εγώ σαν να πέθαινα μαζί τους… Τα κεφάλια τα βάζανε σε κόκκινα από το αίμα σακιά για να φτιάξουν μια πυραμίδα, το τρόπαιο της μάχης.
Η μάχη πια είχε τελειώσει, δεν ακουγόντουσαν τουφεκιές, ούτε φωνές… Όλο και πιο κοντά μου ήταν οι στρατιώτες με τα μουλάρια και τα τσεκούρια… Τότε μπροστά μου βρέθηκε κατακόκκινος ο δαίμονας του πολέμου, κρατούσε το γιαταγάνι του….
Έκλεισα τα μάτια μου και κλαίγοντας με αναφιλητά προσπάθησα η τελευταία μου σκέψη να είναι στον Αλλάχ. Από τα μέρη που είμαι, πιστεύουμε ότι εκεί που είναι το μυαλό τη στιγμή του θανάτου, εκεί θα βρεθεί η ψυχή στην επόμενη ζωή. Έτσι από παιδιά, μας είχαν μάθει, σε περίπτωση κινδύνου της ζωής μας, η τελευταία μας σκέψη να είναι στον Αλλάχ, ώστε να ξαναγεννηθούμε μουσουλμάνοι.
Με έσπρωξε με το πόδι του…
- Γιατί κλαις μωρέ;
- Γιατί θα μου πάρεις το κεφάλι…
- Δεν είμαι δήμιος, να πολεμάω μόνο ξέρω…
Με σήκωσε στους ώμους του και με μετέφερε προς το αναρρωτήριο αδιαφορώντας για τα λάφυρα που θα μπορούσε να αποκομίσει… Τότε έκανα τη πιο γενναία πράξη της ζωή μου. Είχα ένα μικρό σουγιά…
Και έκοψα μια τούφα απ τα ματωμένα μακριά μαλλιά του. Τη κράτησα από τότε στο αριστερό μου χέρι. Ξέρω ότι θα πεθάνω, ήθελα να έχω όμως μαζί μου σαν φυλαχτό κάτι από αυτόν τον γενναίο άνθρωπο.
Όλη μου τη ζωή έζησα σαν δειλός, θέλω να πεθάνω σαν γενναίος, ώστε έτσι να ζήσω την επόμενη ζωή μου…
Τότε ο νεαρός Τούρκος ξεψύχησε. Ο Έλληνας νοσοκόμος του έκλεισε τα μάτια, και αποχαιρέτησε το γενναίο φίλο του.
Πίνακας της Επανάστασης: Louis Dupre
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου