Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας Βασιλιάς σε μία πλούσια και όμορφη χώρα. Γενικά ήταν ένας καλός Βασιλιάς μέχρι που άρχισε να φοβάται υπερβολικά τον θάνατο. Τότε σταμάτησε να ασχολείται με τις υποθέσεις του Βασιλείου του, ήταν χλωμός, δεν μπορούσε να φάει, και στο μυαλό του υπήρχε μόνο ο μαύρος φόβος του θανάτου.
Οι γιατροί του προσπάθησαν να τον συνεφέρουν με τα φάρμακά τους, αλλά μάταια, ο Βασιλιάς ολοένα και χειροτέρευε. Στην απόγνωσή του, έταξε ένα ολόκληρο δωμάτιο με θησαυρούς σε όποιον κατάφερνε να τον θεραπεύσει. Μαζεύτηκαν λοιπόν ένα σωρό άνθρωποι, που κάναν ουρά στο παλάτι περιμένοντας να παρουσιαστούν στον Βασιλιά.
Ένας χοντρός μάγειρας του είπε ότι όσο περισσότερο τρώει κανείς, τόσο περισσότερο πλήρης νιώθεις, άρα το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι να τρώει συνεχώς. Ο Βασιλιάς μόρφασε με αηδία και αποστροφή.
Ένας πολεμιστής του είπε ότι δεν χρειάζεται να φοβάται τον θάνατο, αρκεί να πεθάνει στη μάχη με ανδρεία, οπότε θα έχει άφθονη τιμή, αλλά ο Βασιλιάς δεν συγκινήθηκε με αυτό.
Ένας φιλόσοφος του ανέλυσε μία θεωρία σύμφωνα με την οποία όσα περισσότερα γνωρίζεις για τον κόσμο, τόσο πιο πλήρης είσαι και παύεις έτσι να φοβάσαι τον θάνατο. Προσφέρθηκε μάλιστα να του διδάσκει φιλοσοφία 16 ώρες την ημέρα, για να του καλύψει τα κενά του, αλλά ο Βασιλιάς έγνευσε ενοχλημένος όχι.
Ένας ιερέας του είπε ότι όταν κανείς κάνει καλές πράξεις, τότε όταν πεθάνει θα πάει στον παράδεισο και θα περνάει καλά, άρα να μην φοβάται τον θάνατο, αλλά ο Βασιλιάς εξοργισμένος φώναξε: «Άλλος!»
Μία πολύ όμορφη γυναίκα του είπε ότι η συντροφιά μαζί της και τα χάδια της θα τον έκαναν να ξεχάσει τον θάνατο, και έξαλλος ο Βασιλιάς φώναξε: «Μα δεν καταλαβαίνετε ότι πεθαίνω; Με τα χάδια θα διώξω τον θάνατο;»
Έτσι παρουσιάστηκαν όλοι οι επίδοξοι θεραπευτές και όλοι τους απέτυχαν. Έμεινε τελευταίος ένας αδύνατος, που φορούσε ελάχιστα ρούχα και ήταν φανερό ότι ήταν ένας κάτοικος του δάσους. Ήταν ένας σαμάνος.
- Μεγαλειότατε θα μπορούσα να σας θεραπεύσω, εάν με αφήσετε μόνο ένα λεπτό να σας κάνω να δοκιμάσετε κάτι, αλλά υπό τον όρο ότι αν τα καταφέρω, τα χρήματα να δοθούν όχι σε μένα, αλλά στους φτωχούς του βασιλείου σας.
-Σύμφωνοι!
- Μεγαλειότατε, είναι απολύτως φυσικό να έχετε τον φόβο του θανάτου. Φοβάστε ότι θα χάσετε τα πλούτη σας, το βασίλειο σας, το σώμα σας, την αναγνώριση και το κύρος σας, τη γνώση σας, τη μνήμη σας.
- Ε, ναι. Και τι με αυτό; Πως θα με κάνεις λοιπόν να πάψω να φοβάμαι τον θάνατο;
- Θα σας αποδείξω ότι δεν χρειάζεται να φοβάστε τον θάνατο και την απώλεια όλων αυτών, κάνοντας σας να δοκιμάσετε για λίγο τον θάνατο!
- Τι έκανε λέει;
Οι φρουροί άγγιξαν απειλητικά τις λαβές των σπαθιών τους, και η αίθουσα αντήχησε τον μεταλλικό ήχο από τις πανοπλίες τους.
- Μην ανησυχείτε Μεγαλειότατε, θα είναι μόνο για λίγο, για ένα λεπτό, απλά θα σας αγγίξω το μέτωπο.
Ο Βασιλιάς φοβήθηκε, αλλά περισσότερο φοβόταν τον θάνατο, εξάλλου ο Σαμάνος ήταν άοπλος, σχεδόν γυμνός και φαινόταν εντελώς ακίνδυνος.
-Έλα!
Ο Σαμάνος άγγιξε με το χέρι του το μέτωπο του Βασιλιά. Αμέσως αυτός έκλεισε τα μάτια και έχασε την επαφή με το σώμα του, με τις αισθήσεις του, με τη μνήμη του, με τον κόσμο γύρω του …
Έμενε έτσι ακίνητος, ενώ οι φρουροί ήταν σε αμηχανία για το τι θα έπρεπε να κάνουν.
Μετά από ένα λεπτό ο σαμάνος άγγιξε ξανά το μέτωπο του Βασιλιά, και αυτός επέστρεψε, κάπως ενοχλημένος που τον έφερε πίσω.
- Μεγαλειότατε, φοβάστε πια τον θάνατο;
…
-Α… τώρα πια όχι… έχασα για λίγο όλα αυτά που θεωρούσα ότι έχω και είμαι, αλλά……… είδα ότι ποτέ δεν γίνεται να πάψω να υπάρχω…
Εικόνα: https://www.wallpaperflare.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου