Σε ένα απομακρυσμένο Ευρυτανικό χωριό ζούσε ένας Αλβανός
μετανάστης. Τα μεροκάματα πια σπανίζανε, οπότε για να μη κάθεται σπίτι άπραγος
συνήθιζε ο φίλος μας να κάνει βόλτες στα περίχωρα του χωριού. Αυτό που του
κίνησε τη περιέργεια ήταν ένα χωράφι στα περίχωρα του χωριού με καρυδιές. Όποτε
κι αν περνούσε, δεν είχε δει ποτέ άνθρωπο σε αυτό το απομακρυσμένο χωράφι.
Τώρα το φθινόπωρο που γίνονταν τα καρύδια, εξακολουθούσε να
μη βλέπει κανέναν ιδιοκτήτη στο χωράφι, και τα καρύδια να πέφτουν κάτω έτοιμα.
«Από το να τα τρώνε οι βερβερίτσες, ας τα μαζέψω» σκέφτηκε. Έτσι ένα απόγευμα
πήρε τα σχετικά «εργαλεία» και πήγε. Άφησε τα τσουβάλια κάτω και ανέβηκε με το
λούρο του στη πρώτη καρυδιά την οποία άρχιζε να τινάζει. Επειδή όμως αγαπάει ο
Θεός το κλέφτη, αγαπάει και τον νοικοκύρη, έτυχε και ήρθε ο ιδιοκτήτης από την Αθήνα, ειδικά για
να μαζέψει και αυτός τις καρυδιές. Βλέπει τον Αλβανό επάνω και έρχεται ήσυχα
κάτω από τη καρυδιά.
Επειδή όμως ήταν άνθρωπος πολιτισμένος και δεν του άρεσε να
κάνει φασαρία, κάθησε ήσυχα από κάτω χωρίς να μιλάει. Ο Αλβανός τον είδε, του
έγνεψε σαν χαιρετισμό, και … συνέχισε να ρίχνει τα καρύδια. Ο ιδιοκτήτης
αποφάσισε να του δώσει λίγο χρόνο, για να καταλάβει ο ίδιος ο κλέφτης το λάθος
του και να φύγει. Πέρασαν έτσι λίγα λεπτά όπου ακούγονταν μόνο τα χτυπήματα του
λούρου.
Ώσπου, σταματάει ο Αλβανός το χτύπημα και λέει… στον από
κάτω. «Ρε φιλαράκι, βλέπεις είμαι πολιτισμένος και δεν είπα τίποτα, αλλά αφού
βλέπεις ότι εγώ μαζεύω αυτή τη καρυδιά, πήγαινε να μαζέψεις εσύ μια άλλη!»
(Πηγή: Ένας φίλος που ζει σε ένα απομακρυσμένο Ευρυτανικό
χωριό)
(Εικόνα από: commons.wikimedia.org)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου