Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΒΟΥΝΑ





Το φτωχό παιδί ζούσε σε μία αγροτική οικογένεια σε έναν λασπωμένο κάμπο. Με το χάραμα ξύπνημα, δουλειά με τα ζώα, δουλειά στα χωράφια, δουλειά στα δέντρα. Και το ψωμί λιγοστό, ίσα-ίσα για να βγάλουν το χειμώνα. Δεν είναι ότι δεν συμπαθούσε τη Φύση, ήταν ότι ήταν συνεχώς δυστυχισμένο και κάτι ώρες – ώρες το έπνιγε το παράπονο: «Μα γιατί πρέπει να κάνω αυτό που κάνω κάθε μέρα, που δεν μου αρέσει, γιατί να είναι έτσι η ζωή μου;»

Μια μέρα είπε το παράπονο στον πατέρα του: «Μα γιατί πατέρα να ζω αυτή τη μίζερη ζωή; Θα ήθελα να φύγω από εδώ!» Ο πατέρας του, του άστραψε ένα χαστούκι: «Τι λες αχάριστο παλιόπαιδο, να είσαι ευχαριστημένος που ζεις, που έχεις κάτι για να φας. Άλλοι δεν έχουν ούτε αυτό, άλλοι είναι στη φυλακή και θα τους κόψουν και το κεφάλι. Εδώ γεννήθηκες, σε αυτό το σπίτι, σε αυτό το κάμπο, εδώ θα πεθάνεις. Το θέλημα του Θεού είναι αυτό, ειδάλλως θα γεννιόσουν κάπου αλλού, θα ήσουν κάποιος άλλος. Και ποιος είσαι συ που θα το αμφισβητήσεις;»

Το παιδί μαζεύτηκε κλαμένο και υποταγμένο…. Το βράδυ ανάμεσα στα κουρέλια που κοιμόταν, κάπου ανάμεσα στα σιγανά του κλάματα, το πήρε κάποια στιγμή ο ύπνος και ονειρεύτηκε ότι περπατούσε, ότι περπατούσε θαρραλέα και αποφασιστικά στο δρόμο πέρα από τα βουνά. Και ήταν ένα φωτεινό μονοπάτι αυτό που ακολουθούσε και αυτός ήταν γεμάτος δύναμη και ζωντάνια και χαρά.

Ξύπνησε και είχε για πρώτη φορά στη ζωή του αισθανθεί υπέροχα! Τι κρίμα που αυτό ήταν στον ύπνο του, αλλά το συναίσθημα ήταν πραγματικό. Ο δρόμος πέρα από τα βουνά…. Θυμήθηκε ότι είχε ακούσει για αυτόν το δρόμο, που έβγαζε έξω από τη χώρα τους και πήγαινε στις παραμυθένιες χώρες της Ανατολής, εκεί που υπήρχαν τα θαύματα και η αφθονία….

Από το ονειροπόλημα του, τον διέκοψαν οι συνηθισμένες πρωινές βρισιές του πατέρα του. Έκανε τις πρωινές του δουλειές γρήγορα, αποχαιρέτησε τα ζώα τους ένα-ένα και μέσα στα άδολα μάτια τους διάβασε το μήνυμα: «Αυτό που είναι να κάνεις, κάντο σήμερα!».  Με προσοχή ο μικρός δραπέτης απομακρύνθηκε γρήγορα από το κάμπο και άρχισε να ανεβαίνει το βουνό.

Στη κορυφή του βουνού είχε ακούσει ότι έμενε ένας ερημίτης, ένας σοφός δάσκαλος, αυτός θα του έλεγε τι να κάνει, προς τα πού να τραβήξει. Προς το απόγευμα έφτασε στη κορυφή. Με προσμονή συνάντησε τον γέροντα και του είπε: «Σοφέ Δάσκαλε ήρθα εδώ, για να μου πεις τι να κάνω…»

- «Να σταθείς εδώ που είσαι και να σκεφτείς καλύτερα!» ήταν η απάντηση του γέροντα σε έντονο ύφος.

Το παιδί, μη έχοντας κάτι καλύτερο να κάνει, έμεινε εκεί έξω, το παγωμένο βράδυ, προσπαθώντας να σκεφτεί… μα τι να σκεφτεί;

Την επόμενη μέρα το πρωί, την ώρα που ο γέροντας έφευγε για τη βόλτα του στο δάσος τον ρώτησε το παιδί: «Σε παρακαλώ  Σοφέ Δάσκαλε, είναι πολύ σημαντικό για μένα, να μου πεις τι να κάνω…»

- «Να σταθείς εδώ που είσαι και να σκεφτείς καλύτερα!» ήταν πάλι η απάντηση του γέροντα, μαλώνοντας το παιδί.

Το παιδί πάλι στάθηκε εκεί που ήταν και πάλι προσπαθούσε να σκεφτεί, μα τι να σκεφτεί… Δεν του ερχόταν τίποτα. Πεινούσε, διψούσε, κρύωνε και είχε και τον τρελό τον γέρο να τον βασανίζει. Έπρεπε να κάνει κάτι, ένιωθε ότι τελείωνε η ζωή του….

Τότε να σου πάλι ο γέροντας…

Το παιδί άρχισε να του λέει: «Σε παρακαλώ σοφέ Δάσκαλε…»

- Τι θες πάλι και με ενοχλείς;

Το παιδί δεν άντεξε και είπε με παράπονο: «Ήρθα να σου πω ότι είσαι ένας κακός και άδικος άνθρωπος για να μου συμπεριφέρεσαι έτσι άκαρδα!».

- Και εσύ είσαι ένας πολύ βλάκας νεαρός για να μου κάνεις την ερώτηση: «Τι είναι αυτό που πρέπει να κάνω» - Όποιος κάνει αυτή την ερώτηση πάντα προσκαλεί τους άλλους να είναι αφέντες του και ποτέ δεν θα βρει το δικό του δρόμο! Δεν κάθεται να δει τι συμβαίνει μέσα του. Σε αυτή την ερώτηση ποτέ δεν θα απαντήσω!

Ο γέροντας μπήκε στη καλύβα του και το παιδί αποσβολωμένο έμεινε πάλι έξω. Τώρα όμως είχε παίξει το τελευταίο του χαρτί. Ή όλα ή τίποτα πια. Αισθανόταν ότι ο γέροντας κάτι του είπε, έφερνε ξανά και ξανά στο μυαλό του τις λέξεις του: «Τι είναι αυτό που πρέπει να κάνω;» - «ο δρόμος του» - «να δει τι συμβαίνει μέσα του»…

Κάποια στιγμή έμεινε να παρατηρεί αυτές τις φράσεις και αυτός έμεινε βουβός…

…….

Και τότε του ήρθε από μόνη της, μια διαφορετική σκέψη, λες και ένα ανώτερο Ον του μιλούσε, μέσα του και κάτι ξύπνησε μέσα του…. Ναι, η λύση στο αίνιγμα ήταν προφανής πια.

……….

Δίχως να χάσει χρόνο, αποφασιστικά, χτύπησε τη πόρτα και μπήκε στη καλύβα του γέροντα. Αυτός καθόταν στο κρεβατάκι του, που ήταν και το μοναδικό έπιπλο….

-«Ήρθες πάλι για να μου κάνεις τη χαζή ερώτηση;»

- «Όχι γέροντα, ήρθα να σε αποχαιρετήσω. Δεν χρειάζεται να κάνω αυτή την ερώτηση πια. Ξέρω ότι ο δρόμος μου είναι εκεί που είναι η χαρά μου και δεν είναι εκεί που είναι η λύπη μου, και όπου υπάρχει η λύπη μου, σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσω το περπάτημα.»

- «Χαίρομαι για σένα, από τη πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι θα τον έβρισκες το δρόμο πέρα από τα βουνά, και για αυτό σου μίλησα απότομα.»

-«Ναι Δάσκαλε, τώρα πια το ξέρω ότι ο δρόμος πέρα από τα βουνά βρίσκεται μέσα μου…» 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου