Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

ΤΑ ΤΡΙΑ ΑΔΕΡΦΙΑ

 


Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα απομονωμένο και φτωχό μέρος ζούσε μία οικογένεια με τρία παιδιά, τρία αδέρφια. Ο πατέρας τους ήθελε ωστόσο να δώσει ευκαιρίες στα παιδιά του να μορφωθούν ώστε να μπορέσουν να ξεφύγουν από αυτό το μέρος και να βρούνε αυτό το περισσότερο που μπορούνε να βρούνε οι άνθρωποι στη ζωή.

 

Ο πατέρας βοήθησε λοιπόν τον πρώτο αδερφό να φύγει, αυτός έφυγε, σπούδασε, έγινε φιλόσοφος και χάθηκε.

 

Ο πατέρας βοήθησε στη συνέχεια να μπορέσει να φύγει και ο δεύτερος αδερφός, αυτός σπούδασε μηχανικός και ομοίως χάθηκαν τα ίχνη του.

 

Τότε όμως ο πατέρας πέθανε, και έτσι ο τρίτος αδερφός έμεινε στο σπίτι, δεν μπόρεσε να φύγει, δεν μπόρεσε να σπουδάσει. Έμεινε στο απομονωμένο χωριό να φροντίζει τη μητέρα του.

 

Πέρασαν χρόνια και καιροί και κάποια στιγμή επέστρεψαν ταυτόχρονα τα δύο ξενιτεμένα αδέρφια στο σπίτι.

 

Ο πρώτος αδερφός, ο φιλόσοφος είπε στα αδέρφια του για τη ζωή του, μέσα από τη φιλοσοφία έγινε σπουδαίος στη ζωή, τον αναγνώρισαν οι άνθρωποι και έγινε καθηγητής, έγινε σοφός, το σπουδαιότερο όμως επίτευγμα του, ήταν ότι μπόρεσε μέσα από τη συνεχή δοκιμή του σωστού και του λάθους που φέρνει κάθε εμπειρία στη ζωή, να μπορέσει να βρει την αλήθεια και να φτάσει τελικά στον Θεό.

 

Ο δεύτερος αδερφός, ο μηχανικός, είπε με τη σειρά του, τις σπουδές του, τις εμπειρίες του, έγινε ένας σπουδαίος μηχανικός, δούλευε ασταμάτητα και έγινε σύμβουλος του Κυβερνήτη και προώθησε τα δημόσια έργα, έφτιαξε δρόμους, γέφυρες, νοσοκομεία, εργοστάσια για να μπορέσουν οι άνθρωποι να βγούνε από τη φτώχεια και τη μιζέρια, για να μπορέσουν να έχουν ψωμί και εργασία. Μέσα από την εργασία και τη προσφορά στους ανθρώπους, ωστόσο μπόρεσε και αυτός να φτάσει στο Θεό, και μια και μπόρεσε και τον αντίκρυσε, θεώρησε σωστό να μπορέσει να ξαναδεί μια φορά τα αδέρφια του, για αυτό και επέστρεψε.

 

Ο τρίτος αδερφός, έμεινε απλός άνθρωπος του χωριού και του δάσους. Μέσα από τη θλίψη του, τη μοναξιά και τη σιωπή του, αναζήτησε κατευθείαν το Θεό. Αυτός όμως δεν του φανερωνόταν. Με απεγνωσμένο τρόπο, σαν τον ερωτευμένο που ψάχνει να βρει την αγάπη του, συνέχισε μέσα στη σιωπή και τη μοναξιά του να τον γυρεύει, τόσο, που η σιωπή και η μοναξιά του έγινε έντονη, και διαρκής. Κάπου εκεί άρχισε να τον αισθάνεται και όσο περισσότερο τον αισθανόταν, ένιωθε να γίνεται σκουπίδι που καίγεται στην ευλογία του, εκεί Τον είδε.

 

Και τότε ο Θεός του είπε: Τι χρειάζεσαι, τι θέλεις από Μένα;

 

- Απολύτως τίποτα Κύριε, μόνο Εσένα. Έχω τα πάντα όταν γίνομαι Εσύ.

 

- Μα επιμένω, θέλω να σου δώσω κάτι. Ζήτα μου ότι θες, έζησες στην φτώχεια, τη μοναξιά και τη σιωπή όλη τη ζωή σου. Θες να γίνεις Βασιλιάς, θες να γίνεις Αθάνατος, θέλεις να γίνεις Προφήτης με όλες τις δυνάμεις του κόσμου; Ζήτα μου ότι θες!

 

- Αφού επιμένεις Θεέ μου, σε παρακαλώ, φανερώσου και στα αδέρφια μου και κάνε έτσι το ταξίδι τους σε Εσένα να γίνει πιο σύντομο…      

 

 

 

 

 

 

Μια ιστορία βασισμένη από τις ιστορίες του Sri Ramakhrishna.

Βιβλία για την Ενσυνείδηση:  https://emmkopanakis.blogspot.com/p/blog-page_1510.html

 

Εικόνα: http://www.dailyscreens.com/abandoned-house-in-the-forest.html      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου