Μια φορά και έναν καιρό, στη κορυφή ενός ψηλού βουνού ζούσε ένας ερημίτης. Είχε ψάξει όλα του τα χρόνια για το Θεό, και οι άνθρωποι τον θεωρούσαν σοφό. Κάποια μέρα εμφανίστηκε στο καλύβι του ένας μαυροντυμένος ευγενικός ταξιδιώτης.
Ο ερημίτης τον προσκύνησε σαν να ‘βλεπε τον δυνατότερο και σοφότερο των ανθρώπων. Τον έβαλε στη καλύτερη θέση του καλυβιού, τον φίλεψε με ότι καλύτερο είχε, του κουβάλησε νερό από τον παγωμένο καταρράκτη και σαν δυο φίλοι κάθησαν, κοιτάζοντας από τη κορυφή του βουνού και κουβεντιάζοντας.
- Σε γνώρισα ότι είσαι ο Θάνατος, σε έχω καιρό δει στο όνειρό μου και σε περίμενα, είναι μεγάλη μου τιμή να σε έχω απέναντί μου.
- Καλά σε θεωρούν οι άνθρωποι σοφό, ερημίτη. Συνήθως με δέχονται με κλάματα και προσπαθούν με προσευχές και εξορκισμούς να διώξουν το πεπρωμένο, που οι ίδιοι έχουν υφάνει από καιρό.
- Α όχι, εγώ δεν έχω σκοπό να σε ταλαιπωρήσω. Είμαι έτοιμος για το ταξίδι.
- Υπάρχει μία αρχαία παράδοση, ότι όταν κάποιος αναγνωρίσει τον Θάνατο, αυτός του κάνει μία τελευταία χάρη. Ρώτα με λοιπόν, φίλε μου.
- Αν μπορώ να έχω αυτό το προνόμιο, θα ήθελα να σε ρωτήσω το εξής: Από τότε που γεννήθηκα, προσπάθησα να βρω στη πλάση και στο κόσμο ολάκερο, τον Θεό, και δεν τον βρήκα. Όχι γιατί δεν υπάρχει, είμαι βέβαιος ότι υπάρχει, αλλά γιατί είναι πολύ καλά κρυμμένος. Θα ήθελα να μου τον δείξεις λοιπόν. Είτε σε αυτόν τον κόσμο είτε στον άλλον.
- Αυτό που μου ζητάς είναι αρκετά δύσκολο. Γιατί δεν μου ζητάς να ζήσεις όσα χρόνια ακόμα θέλεις; Μπορώ να σου δώσω πλούτη, γυναίκες, μεγαλεία. Θες να γίνεις αυτοκράτορας και οι άνθρωποι να σε θυμούνται για πάντα; Να χαράξω τη μορφή σου σε ένα βουνό και όλοι να έρχονται και να σε προσκυνάνε;
- Φίλε μου, εάν ήθελα αυτά τα πράγματα θα ζούσα μία ζωή διαφορετική, κυνηγώντας τα. Δείξε μου στη πλάση τώρα το Θεό, αυτό είναι το τελευταίο μου ερώτημα!
Ο Θάνατος, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς του αποκρίθηκε λοιπόν:
Ποτέ δεν γεννήθηκες, ποτέ δεν θα πεθάνεις. Ότι βλέπεις γύρω σου στη Φύση είναι το πέπλο που κρύβει το Θεό, ότι βλέπεις και αισθάνεσαι και νιώθεις μέσα σου, είναι το πέπλο που κρύβει το Θεό. Αυτό που νομίζεις ζωή ένα όνειρο είναι. Μόλις το καταλάβεις αυτό, ο κόσμος χάνεται και τότε ενώνεσαι ξανά με το Θεό…
Με αυτά τα λόγια τον άγγιξε, σήκωσε το πέπλο, και ο υλικός κόσμος άρχισε να γίνεται αχνός, όπως οι ατμοί που στριφογυρίζουν έξω από μία κατσαρόλα με νερό που βράζει.
Ο ερημίτης τότε, γαλήνιος και χαμογελαστός αποχαιρέτησε τον κόσμο.
Εικόνα: https://wallpaperaccess.com/tree-of-life
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου