Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

Βαλμίκι


 

Μια φορά και έναν καιρό, στην αρχαία Ινδία, ζούσε ένας άνθρωπος ο οποίος ήταν πάμφτωχος. Ήταν ωστόσο δυνατός και ατρόμητος, ζητούσε δουλειά αλλά δεν μπορούσε να βρει καμία. Δεν μπορούσε να γίνει ζητιάνος, αλλά δεν μπορούσε επίσης να βλέπει τους γονείς του και τη γυναίκα του να μην έχουν να φάνε, και αφού δοκιμάστηκε σε αυτό, κατέληξε ότι η μοναδική λύση που θα μπορούσε να βρει ήταν να γίνει ληστής.

 

Έτσι πήγαινε στα περάσματα του δρόμου στα δάση, έστηνε ενέδρες όταν θεωρούσε ότι οι ταξιδιώτες δεν είχαν επαρκή προστασία και τους λήστευε. Εάν αυτοί αντιστεκόντουσαν αναγκαζόταν να σκοτώνει.

 

Πέρασαν χρόνια έτσι. Μια φορά έτυχε να περάσει ως ταξιδιώτης ο σοφός δάσκαλος Ναράντα. Ο ληστής επιτέθηκε στον μοναχικό Ναράντα για να τον ληστέψει. Αυτός δεν προέβαλλε καμία αντίσταση, αλλά του είπε:

 

Άνθρωπε χωρίς όνομα, γιατί με ληστεύεις;

 

Διότι Σοφέ Δάσκαλε, αυτός είναι ο δρόμος μου για να μπορέσω να συντηρώ τους γονείς και τη γυναίκα μου. Δεν μπόρεσα να βρω κάποιον άλλον και έτσι ακολουθώ τη μοίρα μου.

 

Δεν γνωρίζεις ότι το να ληστεύεις και να σκοτώνεις είναι μεγάλη αμαρτία;

 

Το γνωρίζω, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Αυτός ο άδικος κόσμος που ζούμε δεν μου επέτρεψε να κάνω κάτι άλλο, και πρωταρχική μου υποχρέωση είναι όχι να συντηρώ τον εαυτό μου, αλλά την οικογένειά μου.

 

Και η οικογένειά σου, για την οποία λες ότι θυσιάζεσαι, πιστεύεις ότι δέχεται να μοιραστεί μαζί σου αυτή την αμαρτία;

 

Φυσικά. Αφού δέχεται αυτά που τους φέρνω, τότε δέχεται να μοιραστεί και την αμαρτία μου.

 

Αφού το πιστεύεις αυτό, σου προτείνω να κάνουμε το εξής: Λήστεψε με και δέσε με. Πήγαινε να ρωτήσεις στη συνέχεια την οικογένειά σου εάν δέχεται να μοιραστεί μαζί σου την αμαρτία σου και στη συνέχεια έλα να με λύσεις.

 

Έτσι και έγινε. Ο ληστής χωρίς όνομα πήγε πρώτα στον πατέρα του. Του έδωσε μερικά νομίσματα και του είπε:

 

 Πατέρα ξέρεις πως μπορώ να σας συντηρώ;

 

Όχι αγαπημένο μου παιδί.

 

Είμαι ληστής και δολοφόνος. Δέχεσαι να μοιραστείς την αμαρτία αυτή;

 

Τι έκανε λέει; Όχι βέβαια, εγώ δεν έβαψα ποτέ τα χέρια μου με αίμα. Φύγε από μπροστά μου! (κρατώντας τα νομίσματα)

 

Ο ληστής πήγε στην μητέρα του, αφού της έδωσε όλα τα τρόφιμα που μάζεψε, για να βγάλουν έναν μήνα, τη ρώτησε:

 

Μητέρα είμαι ληστής και δολοφόνος. Δέχεσαι να μοιραστείς την αμαρτία μου αυτή;

 

Όχι βέβαια. Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Να φύγεις από μπροστά μου εγκληματία! Είπε κλαίγοντας από ντροπή, αλλά κρατώντας τα τρόφιμα.

 

Ο ληστής χωρίς όνομα πήγε στην γυναίκα του, αφού της έδωσε ένα χρυσό ζευγάρι σκουλαρίκια της είπε:

 

Γυναίκα, όλα αυτά τα χρόνια, είμαι ληστής και δολοφόνος, έτσι μπορώ και σας συντηρώ. Δέχεσαι να μοιραστείς την αμαρτία μου αυτή;

 

Όχι βέβαια! Είναι υποχρέωση σου να με συντηρείς, το τι θα κάνεις όμως είναι δική σου υπόθεση και δική σου η αμαρτία! Είπε, κρατώντας τα χρυσά σκουλαρίκια. 

 

Ο ληστής γύρισε πίσω στον δάσκαλο Ναράντα συντετριμμένος. Τον έλυσε και τον προσκύνησε κλαίγοντας, ζητώντας συγχώρεση.

 

Είδες παιδί μου πως είναι ο κόσμος και οι άνθρωποι; Είναι πρόθυμοι να μοιράζονται μαζί σου τα πλούτη και τα αγαθά σου, αλλά όχι τη μιζέρια και τη δυστυχία σου. Δεν είμαι εγώ όμως αυτός που συγχωρώ παιδί μου, αλλά ο Θεός. Πήγαινε στο δάσος, πήγαινε στην απόλυτη μοναξιά, ψάξε τον Θεό μέσα σου, Αυτός ποτέ δεν σε εγκαταλείπει, είναι πάντα μαζί σου στην ευτυχία και τη δυστυχία και ζήτησε Του μια νέα ζωή.

 

Έτσι και έγινε. Ο ληστής χωρίς όνομα έκατσε σε ένα μέρος στο βαθύ δάσος εντελώς ακίνητος  και σιωπηλός, ζητώντας είτε συγχώρεση είτε το θάνατο από το Θεό.

 

Πέρασαν χρόνια έτσι. Ο ληστής έμενε ακίνητος, με το μυαλό του στο Θεό, αλλά και ζωντανός.

 

Τα μυρμήγκια του δάσους έχτιζαν δίπλα του τις φωλιές τους, σαν μικρούς λόφους και σύντομα οι φωλιές είχαν σκεπάσει το σώμα του, ώστε μόνο το κεφάλι του να είναι ορατό πια.

 

Κάποια στιγμή μετά από χρόνια άκουσε μέσα του μία ακατανίκητη, γλυκειά φωνή, που όλη του η ζωή άξιζε να ζήσει, μόνο για να μπορέσει να την ακούσει έστω και μια φορά:

 

Σήκω πάνω δάσκαλε!

 

Θεέ μου, δεν είμαι δάσκαλος, ένας ληστής είμαι.

 

Κάθε ένας που καταλαβαίνει ότι μέσα του είναι ο Θεός που ζει, είναι δάσκαλος πια.

   

Και ποιος είμαι, τι θα κάνω πια;

 

Το όνομά σου ας είναι Βαλμίκι, δηλαδή «αυτός που γεννήθηκε στο λόφο των μυρμηγκιών».

 

Στη παρούσα σου ζωή θα είσαι ποιητής, και με τα ποιήματά σου θα βοηθάς πια, και δεν θα ληστεύεις τους ταξιδιώτες, αυτούς που ψάχνουν για το δικό μου δρόμο …   

 

 

 

 

 

 

Από μία αρχαία Ινδική ιστορία, αφετηρία του έπους Râmâyana του ποιητή Βαλμίκι.

 

 

 

Εικόνα: https://www.wallpaperflare.com

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου